1. Ανοίγω το Διόδια (1972, 1982) στη σ13:
Ετούτο το σκληρό τοπίο / αρπάζει τον αγρότη από τους ώμους /
και τον τραντάζει. / Οι πόρτες σταύρωσαν τα χέρια τους / στο στήθος /
κι ακούνε πέρα μακριά. / Οι πόθοι μας μπορούνε να περάσουν. /
Πληρώσαμε διόδια φορτηγών.
Ναι, φαντάζεσαι για μια στιγμή πλάνης πως η προσωποποίηση του τοπίου υπόσχεται κάτι λεπτότερο, κάτι καλύτερο στη συνέχεια. Συνέρχεσαι αμέσως καθώς ξέρεις πως οι πόρτες δεν έχουν χέρια, ούτε συστατικά που να μοιάζουν με χέρια και μάλιστα σταυρωμένα «στο στήθος». Καταλαβαίνεις πως πρόκειται για ακόμα έναν παραποιητή (θηλυκού φύλου, εδώ) που δεν μπορεί να συλλάβει ένα ποιητικό σχήμα λόγου. Και η σκέψη σου επιβεβαιώνεται με τη συνέχεια. Π.χ. σ33 «Ο ποιητής»:
Πρέπει να’ναι δύσκολη / η δουλειά του ποιητή. / Προσωπικά δεν το ξέρω. /
Εγώ σ’ όλη μου τη ζωή / έγραφα μόνο / κάτι μακριά, απελπισμένα γράμματα /
για τις άνυδρες συνοικίες, / τα’κλεινα σε μπουκάλια / και τα πετούσα στους υπόνομους.
Εδώ έχουμε πρόζα τροφαντή – και μπόλικο ναρκισσισμό. Μόνο που τα γραπτά της η ΤΜ τα πετά σε μας, όχι στους υπόνομους.
Ο ναρκισσισμός συνεχίζεται σε άλλα κομμάτια και στην «Αυτοβιογραφία» (σ 49):
Επαγγελματίας διθυραμβοποιός / κοιλοπονάω τραγούδια. / Ο Ηλίθιος και η
Ελείθοια / δυνάστεψαν την ανέατη νιότη μου. / Περνάω τώρα στην ηλικία των διαπιστώσεων.
Το μόνο που μου έρχεται να πω είναι πως αμφιβάλλω αν ξέρει τι είναι «διθύραμβος».
2. Το 1986 δημοσίευσε η ΤΜ τη συλλογή Ιστορίες για Βαθιά Νερά. Αρχίζει με ένα κομμάτι παράξενο, άτιτλο που όμως κυλά με αναπαιστικό ρυθμό:
Να χυθεί πρώτα πρώτα βαρύς ο αέρας και κόκκινος από χρόνιες μάχες. /
Και καπνοί από όρη όπου φέγγουν αρχαία χαλάσματα, παραστάσεις
θριάμβων και φόνων. / Σκιερός ο δρυμός για να χάνονται βασιλείς …..
Έτσι ευθύς καταλαβαίνω πως 14 χρόνια από το 1972 δεν άλλαξε τίποτα ουσιαστικό. Η φράση «αέρας κόκκινος από χρόνιες μάχες» δείχνει πως η ΤΜ δεν έμαθε ακόμα το αλφαβητάρι της ποιητικής. Ούτε “φέγγουν αρχαία χαλάσματα” πάνω σε όρη, μα χαμηλά σε πεδιάδες συνήθως. Μάλλον προτιμά να επιδίδεται σε σαχλό σουρεαλισμό, όπως στο «Οι αγαπημένοι» που είναι πεζό στη σ 23:-
Θα σε κεντούν με λόγχες να ξυπνάς, το στόμα σφραγισμένο με κερί
να μην φωνάξεις, και θα κρύβουν με βαριά υφάσματα και με νερά,
στον πάτο λιμνοθάλασσας όπου παφλάζουν πάνδημα βασίλεια.
Στη σ 37 είναι η «Αναπαράσταση σπανίου εθίμου: χρώματα έντονα …»:
Και τους τσάκιζαν καλά καλά για να τους δώσουν σχήμα αγγέλου,
κι’έπειτα τους εξέθεταν σε τόπους οχυρούς και σε αλάνες, όπου
με σύναξη μεγάλη και μυσταγωγία τους γλυκοκουβέντιαζαν … Ώσπου
σκεπάστηκαν οι θόλοι με νεκρούς
ιπτάμενους … αλλά και ωραιότατα φτερά, φωτάκια … κεφάλια με οχτώ
ποδάρια σαν βελόνια … // Γιατί εκείνες τις ημέρες, όπως λένε,
έβγαιναν κήρυκες με το ψαλίδι και λαλούσαν.
3. Συνοψίζω με ένα ερώτημα που συχνά εγείρεται όποτε ανοίγω τέτοια βιβλία: «Τι ωθεί τους ανθρώπους να γράφουν τέτοιες σαχλαμάρες – και μετά να αναμένουν να διαβαστούν από άλλους;».
Αλαζονεία, ημιμάθεια, ματαιοδοξία, παραλογισμός;… Αυτά όλα μαζί;…
Βέβαια, δεν είναι μόνο η ΤΜ που δημοσιεύει τέτοια κείμενα. Κακογουστιά και κακοτεχνία εμφανίζονται από πανάρχαιους χρόνους. Και στα δικά μου άρθρα παρουσίασα παραδείγματα πολλά από το 1800 και δώθε. Αλλά με την εξάπλωση του αλφαβητισμού και την ανύψωση του υλικού επιπέδου της ζωής γενικά, κάθε Γιάννης και Γιαννούλα νομίζει πως έχει να πει στον κόσμο κάτι βαθυστόχαστο, μοναδικό, συνταρακτικό.
Όμως ελάχιστοι ενδιαφέρονται.