1. Στο παρελθόν μερικοί αναγνώστες ρώτησαν ποιος είναι ο σκοπός της ποίησης κι επιχείρησα μερικές απαντήσεις (Ποίηση – 17, 22, 23, 24 κλπ.).
Ο Τολστόι γράφει πως η τέχνη “ήταν ανέκαθεν και πρέπει να είναι ένα μέσον με το οποίο η ανθρωπότητα προχωρεί προς την ενότητα και τη μακαριότητα” (σ 244, Τι είναι τέχνη 1994/2009 Printa). Την παρομοιάζει μάλιστα με γυναίκα η οποία γίνεται σύζυγος και μητέρα, ενώ η κίβδηλη τέχνη είναι όπως η πόρνη που φτιασιδώνεται και πουλά την ομορφιά της για σαρκική ευχαρίστηση και για κέρδος.
Η ποίηση ήταν και πρέπει να είναι τέχνη με τον ίδιο σκοπό – ένα μέσο με το οποίο ο αποδέκτης να πλησιάζει στο αίσθημα ενότητας και μακαριότητας.
Νωρίτερα ο ΛΤ γράφει πως η τέχνη συνίσταται στο ότι “ένας άνθρωπος χρησιμοποιώντας ορισμένα εξωτερικά σημάδια μεταβιβάζει συνειδητά σε άλλους αισθήματα που έχει βιώσει και οι άλλοι… τα νιώθουν” (σ.74). Για την ποίηση τα “εξωτερικά σημάδια” είναι η γλώσσα, οι λέξεις, ο ρυθμός, η μουσικότητα των ήχων.
Αισθήματα, εξηγεί, που οδηγούν στην ενότητα και μακαριότητα είναι η σχέση μας προς τον Θεό, όπως παιδιά προς τον πατέρα, και η αδελφική σχέση με όλους τους ανθρώπους, δηλαδή ενότητα. Επιπλέον, τα απλά πανανθρώπινα αισθήματα όπως ευθυμία, συμπόνια, ευδιαθεσία, γαλήνη και παρόμοια (σ 212).
Αν το έργο, γράφει ακόμα, “δεν μεταβιβάζει την ιδιαιτερότητα του αισθήματος και … αν εκφράζεται ακατάληπτα… τότε δεν είναι έργο τέχνης” (σ.201).
2. Ο Τολστόι ανέφερε μερικά από τα αισθήματα από έργα της εποχής του, τέλη του 19ου αιώνα, που τα συνόψισε σε τρία – περηφάνια, γενετήσιος πόθος και κούραση από τη ζωή μαζί με τα εκβλάσματά τους (σ 107).
Αυτές οι διατυπώσεις αναφέρονται στο περιεχόμενο των έργων. Στα άρθρα μου εγώ σπάνια κοίταξα αυτή την άποψη. Προτίμησα να εξετάζω την ποιητική τεχνική με κύριο γνώμονα την Αντικειμενική Αντιστοιχία.
Ο Τολστόι επίσης εξετάζει αυτή την άποψη και βρίσκει την τεχνική “όλο και πιο κλειστή… περισσότερο μπερδεμένη, εξεζητημένη και στρυφνή” (σ 111). Και προχωρεί σε κριτική των Γάλλων “παρακμιακών” οι οποίοι αναγόρευσαν “σε αξία και προϋπόθεση της ποιητικής τέχνης το περίπλοκο, το δυσνόητο και το κλειστό… η ασάφεια και η κακή διατύπωση” (σ 112). Παραθέτει μάλιστα τα λόγια του Μαλλαρμέ ότι στην ποίηση πρέπει να υπάρχει “μόνο ψευδαίσθηση … φευγαλέα εικόνα ονειροπολήσεων… χρήση του μυστηρίου που συνιστά το σύμβολο… να υπάρχει πάντα αίνιγμα” (σ 113-4).
3. Μετά ο Τολστόι εξετάζει επικριτικά πολλά ποιήματα από τους Μπωντλαίρ, Βερλαίν, Μαλλαρμέ και άλλους “παρακμιακούς”! Παίρνω ένα του Βερλαίν δύο πρώτες στροφές του “Σκοπός”, όπως δίνεται μεταφρασμένο ολόκληρο (120-1):
Μες στην ατέλειωτη/ Μονοτονία του κάμπου
Το αβέβαιο χιόνι/ Αστράφτει σαν άμμος.//
Ο ουρανός είναι χάλκινος/ Δίχως καμιά λάμψη.
Θα πίστευες πως βλέπεις να ζει/ Και να πεθαίνει το φεγγάρι.
Κι εδώ ο Τολστόι ρωτά: “Πώς φαίνεται να ζει και να πεθαίνει το φεγγάρι σ’ έναν χάλκινο ουρανό; Και πώς μπορεί το χιόνι ν’ αστράφτει σαν άμμος;… δεν είναι μόνο ακατάληπτο αλλά, με την πρόφαση ότι μεταδίνει μια εντύπωση, προβάλλει μια σειρά από λανθασμένες παρομοιώσεις και λέξεις” (121).
Όπως κατανοεί ο αναγνώστης, εδώ ο Τολστόι αναφέρεται στην ΑΑ! Δεν υπάρχει αντιστοιχία (ή αντικειμενική συσχέτιση) μεταξύ των λέξεων και της πραγματικότητας.
Έτσι ο μεγάλος μυθιστορηματογράφος γνώριζε για την αρχή αυτή πολύ πριν τον Έλιοτ και τη δική του διατύπωση objective correlative (παρμένη από τον I.A.Richards), την οποία εφάρμοζε όσο μπορούσε ακόμα και σε μέρη όπου η νοηματική αλληλουχία σπάει.
4. Την ποίηση του Έλιοτ την έφερε ο Σεφέρης (Εισαγωγή στη μετάφρασή του Έρημη Χώρα – Waste Land του Έλιοτ) ο οποίος έφερε και τη “σκοτεινότητα” ή, στα λόγια του Τολστόι, “το ακατάληπτο, το δυσνόητο, το κλειστό”.
Και αναρωτιέμαι – γιατί; Γιατί πρέπει να έχει αυτό το στοιχείο η ποίηση;
Μπορεί ο Μαλλαρμέ και άλλοι να εισήγαγαν αυτή την ποιότητα αλλά γιατί έγινε (απαραίτητη σχεδόν) προϋπόθεση;
Ιδού μερικές γραμμές από τον Σεφέρη (Έφεσος, Μνήμη Β΄, Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄, 1955, από τα πολύ ώριμα γραπτά του):
Είναι παντού το ποίημα
σαν τα φτερά του αγέρα μες στον αγέρα
που άγγιξαν τα φτερά του γλάρου μια στιγμή.
Ίδιο και διάφορο από τη ζωή μας, πώς αλλάζει
το πρόσωπο και ωστόσο μένει το ίδιο
γυναίκας που γυμνώθηκε. Το ξέρει
όποιος αγάπησε· στο φως των άλλων
ο κόσμος φθείρεται· μα εσύ θυμήσου
Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο.
Το σύνολο διαβάζεται (ή ακούγεται) πολύ ποιητικό. Μα στο τέλος, μετά από μερικές φράσεις που ηχούν με λίγο νόημα στον νου, μένεις με τεράστιο ερωτηματικό. Τι στην ευχή πάει να σου πει και γιατί τόσο αινιγματικά ή με τόσα άλματα από ένα θέμα σε άλλο που μπορεί να συνδέονται, μπορεί και όχι;
Ξεκινά με “ποίημα παντού”, μετά είναι “τα φτερά του αγέρα” (που όμως δεν είναι παντού σαν το ποίημα) και φτερά γλάρου. Μα τα φτερά του γλάρου αγγίζουν τον αέρα όλη την ώρα καθώς αιωρούνται ανοιχτά ή κάθε διαδοχική στιγμή καθώς τον σπαθίζουν. Μετά νομίζεις πως το ποίημα είναι “ίδιο και διάφορο από η ζωή μας” μα αμέσως βλέπεις πως τώρα μιλάει για πρόσωπο που “μένει το ίδιο γυναίκας που γυμνώθηκε”! Μετά, έχουμε δύο προτάσεις ασύνδετες, αλλά τέλος μια υπενθύμιση πως “Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο”. Πόσοι άνθρωποι έχουν μάθει πως “Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο”; Και είναι όντως το ίδιο; Και τι μ’ αυτό; Και πώς φωτιζόμαστε ξέροντας πως η φράση είναι του Ηράκλειτου; Αυτή η δασκαλίστικη και λογιότατη υπενθύμιση μοιάζει τόσο υπεροπτική και κούφια…
Τελικά μένω με την εντύπωση πως δεν μεταβιβάζεται πραγματικό αίσθημα εδώ, πως ο Σεφέρης γράφει έτσι όπως γράφει εγκεφαλικά διότι δεν μπορεί να γράψει κάτι καλύτερο, κάτι φρέσκο με βαθύ νόημα. Καταφεύγει στη διδαχή και στρυφνότητα μη έχοντας σύνδεση με αληθινή έμπνευση, με την πηγή δημιουργικότητας.
5. Παίρνω μερικές γραμμές από τον Ε. Κακναβάτο, σούπερ σουρεαλιστή, από το ώριμο “Αγάπη” στη συλλογή Τετραψήφιο με την Έβδομη Χορδή (1972):
η ιστορία των δυο μας όπως ξέρεις/ είναι σαν άδειος κάλυκας οβίδας
γεμάτος από θάνατο κωφάλαλο/ κι όμως οι κύριοι δικαστές
ακόμη δεν κατάλαβαν το ρόλο/ που τα ζυγωματικά σου παίζουνε
Στις αναψηλαφήσεις/ όταν πικρίζει το χορτάρι πάνω τους/κλπ.
Έχει μάλιστα μια επεξηγηματική σημείωση μιάμισης σελίδας που αναφέρει μια δίκη στρατηγών την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου στην Αθήνα (Ξενοφών Ελληνικά 1.7). Η σημείωση ουδόλως φωτίζει τον “κάλυκα οβίδας” ή το χορτάρι πάνω στα ζυγωματικά.
6. Τόσο του Σεφέρη όσο και του Κακναβάτου η γραφή κλείνεται σε ιδιωτικό χώρο του νου τους και σε τελευταία ανάλυση λέει πολλά και … τίποτα. Αμφιβάλλω αν κανείς ενδιαφέρεται πραγματικά διότι αυτός ο ιδιωτικός χώρος είναι απροσπέλαστος. Τέτοια γραφή δεν μεταδίνει καμιά συγκίνηση. Είναι ποίηση κίβδηλη, κατά τον Τολστόι.
Εγώ προσωπικά δεν έχω καμιά διάθεση να περισυλλογιστώ περισσότερο αυτού του είδους ασύνδετες φράσεις όσο ποιητικές κι αν φαίνονται σε πρώτη φάση.
Βέβαια, όπως επεσήμανα σε προηγούμενα άρθρα, υπάρχουν και χειρότερα.