Π60: Μαρία Πολυδούρη

Π60: Μαρία Πολυδούρη

- in Ποίηση
0

1. Λίγες είναι οι Ελληνίδες ποιήτριες στον 20ο αιώνα. Τώρα, στις πρώτες δεκαετίες του 21ου έχουν πληθύνει. Αλλά λίγες αξίζουν να διαβαστούν.

Ξεχωρίζω τη Μαρία Πολυδούρη (1902-1930) που πέθανε τόσο νέα από φυματίωση.

Είναι κρίμα που κανένας λόγιος ή ποιητής δεν έκανε μια Ανθολογία από τα ωραιότερα ποιήματά της. Διότι το ποιητικό πάθος της την έκανε να γράψει πάρα πολλά που είναι για πέταγμα όντας πνιγμένα στην κλάψα.

Η αγάπη της για τον Καρυωτάκη και η θλίψη της για τον χωρισμό τους μετά την αυτοκτονία του (Ιούλιος 1928) έδωσαν πρόσθετη ορμή στο γράψιμό της, μα αν έγραφε λιγότερα και διόρθωνε περισσότερο, αντί να ενδίδει σε κάθε παλμό που την υποκινούσε να γράψει, θα μας άφηνε λίγη έστω γνήσια ποίηση που τόσο την είχε ανάγκη η λογοτεχνία μας. Γιατί η γραφή της είναι πηγαία, όπως του Σολωμού, χωρίς προσποίηση – μα συχνά στραβώνει λόγω ασυγκράτητης συναισθηματικής ροής και των απαιτήσεων μέτρου και ομοιοκαταληξίας.

Το γνωστό “Γιατί μ’ αγάπησες”(“Οι Τρίλιες που Σβήνουν” 1928) έχει όλες τις αρετές κι όλα τα ελαττώματα της στιχουργικής της ΜΠ. Η δεύτερη στροφή είναι σχεδόν άψογη:

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου/
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα/
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα…

Το “ρίγος στην ψυχή” είναι κάπως αόριστο μα ανεκτό. Η επόμενη στροφή όμως:

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν/
με την ψυχή στο βλέμμα
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο/
της ύπαρξής μου στέμμα…

Το υπέρτατο στέμμα της ύπαρξης είναι, δυστυχώς, ανοησία: έχει μπει μόνο για τη ρίμα.

2. Τα τελευταία της στιχουργήματα τα βρίσκω μάλλον σαχλά -.Την ώρα τούτη, Αμφιβολία, Του Καρυωτάκη κλπ. Παίρνω την πρώτη στροφή από το “Βράδι στο Ζάππειο (1929):”

Την ώρ’ αυτή που δε λυπάμαι/
κόπη ο δεσμός με τη ζωή.
Είμαι άδεια θήκη αποθεμένη/
μέσα στου κόσμου τη βοή.

Δεν έχει νόημα η “θήκη αποθεμένη” στου κόσμου τη βοή! Από το “Λιλής Π…” (Ηχώ στο Χάος 1929)

Θα φεύγω κ’ η ματιά σου/
ποτέ δε θα με φτάνη./
Μα θάχω τα θαυμάσια/
λογάκια σου στεφάνι.

Πολύ δύσκολο, μεταφορικά έστω, να έχεις τα λόγια κάποιου ως “στεφάνι”!

Όπως συχνά κάνουν άλλοι ποιητές, και η ΜΠ αναπτύσσει όχι το αντικείμενο του άμεσου ενδιαφέροντος αλλά το σκέλος της βοηθητικής σύγκρισης. Στο “Πόνος… Πόνος” (ίδια συλλογή) δεν φτάνει πια ο στεναγμός και το δάκρυ για τη θλίψη της:

Αλλόφρονο πουλί πετιέται η σκέψη/ και δέρνει τα φτερά του και τα σπά

Ναι ωραία εικόνα το πουλί που φτερουγίζει τρελά και σπάει τα φτερά του αλλά με τι αντιστοιχεί αυτό το σπάσιμο στη σκέψη της, για την οποία και γράφει;… Μετά, ο ιδρώτας της αγωνίας της είναι [σαν] αίμα έτσι που οι κρόταφοι βάφτηκαν “ρόδα τραγικά” – μια ασυλλόγιστη μεταφορά που γίνεται κακοτεχνία.

Το “Χαίρε, Ρυθμέ και Ρίμα” (ίδια συλλογή), κι αυτό από τα τελευταία της, είναι σε ελεύθερο στίχο αλλά, δεν κατορθώνει να μεταδώσει αληθινό αίσθημα γιατί, παραδόξως, μπλέκεται στα κλισέ της ποιητικής του Παλαμά, του Σικελιανού και των ομοίων τους. Έτσι γράφει –

Σκοπέ σ’ αφήνω. Ήχε, Τραγούδι/
μ’ αφήνετε. Τη μονάχη/
χορδή μάταια κρούω στη λύρα μου/
Νάχη μόνο ένα “χαίρε”/

Έχει όμως και μια ωραία μεταφορά όταν γράφει πως ο Θάνατος αργεί “με ιδιοτροπία ερωμένου”.

3. Η ΜΠ έχει γράψει και μερικά ωραία ποιήματα έστω κι αν συχνά γλιστρά σε προφανή αδεξιότητα. Το “Βράδι”, ένα ασμάτιον από τα πρώτα της, έχει απλότητα και χάρη

Καλώς το που’ρθε σαν την καλοσύνη/
το κουρασμένο βλέμμα μου να σβήση/
Και την ψυχή μου ελεύτερη ν’ αφήση/
ν’ απλωθεί πέρα ως πέρα στη γαλήνη.

Το “Μαριάννα” έχει πολλές όμορφες σύντομες στροφές:

Τα περιβόλια/ δροσιάς και μύρα./ Το περιγιάλι/ φωτοπλημμύρα./…
Κι έχει στα μάτια/ κάθε κοράσι/ το μαγεμένο/ το ακροθαλάσσι./…
Γλυκοξυπνούνε/ τα μάτια ταίρια,/ τώρα που σβήνουν/ ψηλά τ’ αστέρια/…

Τελειώνει με τον θάνατο της Μαριάννας (αυτοκτονία;) που όμως δίνεται με λεπτότητα. Το αγόρι κατεβαίνει “στο κύμα,/ στο προσκεφάλι”
Που τη λικνίζει/ σαν κοιμισμένη/ την πιο ωραία/ την πιο θλιμμένη

Αυτό το τραγικό στοιχείο το βρίσκουμε συχνά (και ειδικά στα μεταγενέστερα στιχουργήματα της ΜΠ, μετά τον χωρισμό από τον Καρυωτάκη και την αυτοκτονία του) όπως στο “Η αγάπη του ποιητή” (1923) που αρχίζει με μια όμορφα λυρική στροφή:
Μ’ απάντησες στο δρόμο σου ποιητή./ Ήμουν το πρωτολούλουδο του Απρίλη./
Η δίψα της αγάπης που ζητεί/ σου φλόγιζε τη σκέψη και τα χείλη.

Το βρίσκουμε και στο “¨Όλα θα σβήσουν…” Ηχώ στο Χάος σε απλή διατύπωση –
Είμαι τρελή να σ’ αγαπώ, αφού πια έχεις πεθάνει
να λιώνω στη λαχτάρα των φιλιών,
να νοιώθω τώρα πως αυτό που μούδωσες δε φτάνει
δε φτάνει η δρόσος των παλιών.

Εδώ η τελευταία γραμμή “δρόσος των παλιών” είναι κακοτεχνία διότι απλούστατα δεν υπάρχει πια “δρόσος των παλιών” αλλά μόνο ανάμνηση.

Εξαιρετικό είναι και το “Ας ήμουν μια γερόντισσα…”
Και πλάθοντας γλυκά το παραμύθι,/
τα διάφανα ν’ απλώνω δάχτυλά μου/
σε γνώριμες σκιές που με τη λήθη/
χειροπιαστές θα χάνονται μακριά μου.//


Οράματα να γίνονται στα βάθη,/
προς την ανατολή, και να μου γνέφουν/
όσα τη ζωή μου λεηλατήσαν πάθη./
Με φως οι απελπισίες να με στέφουν.//

Εδώ το στεφάνι από φως (και η βασιλική στέψη) δεν ενοχλούν, έχοντας την τραγικότητα της απελπισίας. Οι σκιές – απελπισίες – πάθη απομακρύνονται αφήνοντας μόνο φως – το φως ενός παραμυθιού αφού λεηλάτησαν τη ζωή της. Εδώ η δομή είναι περίτεχνη με την καλοδουλεμένη αμφισημία της.

Ναι, η ΜΠ θα γινόταν εξαίρετη ποιήτρια αν ζούσε και αν πρόσεχε περισσότερο, αποφεύγοντας τόση πολλή θλίψη ως θέμα κι έκφραση.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *