1. Ο Α. Μελαχρινός (1880-1952) δεν κατορθώνει να ξεφύγει από τη μετριότητα του άρρωστου ρομαντισμού στη στροφή του αιώνα. Παίρνω ένα απόσπασμα από το “Έλα ύπνε πάρε με” από τη συλλογή Φίλτρα Επωδών (1934):
Άγγελοι απόσπερνοι έρχονται / (για ιδές τους!) να τριγύσουν
κάποιο συμμουργικό λυγμό / που από το στόμα κρέμεται
της μέρας ωσάν κρίνο. / Τρύγα μου εσύ τη μνήμη ενώ σε πίνω.
Όποτε ένας στιχουργός μας καλεί να δούμε κάτι, και ιδίως κάτι εξωπραγματικό όπως είναι οι άγγελοι, ξέρουμε πως προσποιείται. Η αντίδρασή μου μεγαλώνει όταν συναντώ τη μεταφορά “στόμα… της μέρας” και την παρομοίωση του λυγμού με κρίνο κρεμάμενο! Και για να μην έχουμε αμφιβολία, παίρνω μια στροφή από το “Ίσκιος της Εριφύλης”:
Στο μέτωπό της οι ίσκιοι παίζουν όλοι, / όπως η αγάπη μου στοχάζεται στο δείλι.
Τ’ άνθια τη θυμιατούν απ’ το περιβόλι. / Όλα που σβήνουν σιγοκράζουν Εριφύλη.
Σίγουρα δεν παίζουν “όλοι” οι ίσκιοι, ούτε μόνο στο μέτωπό της. Και τι στοχάζεται η αγάπη του;… Και τι είναι το θυμίαμα των ανθέων – η γύρη ν’ ανεβαίνει σε τουλίπες;
Ουσιαστικά ο ΑΜ δεν λέει τίποτα και γράφει μόνο παρα-ποίηση.
2. Ο Α. Κυριαζής (1888-1922) δεν είναι καλύτερος εκτός του ότι παίρνει ως θέματά του και τις ειδυλλιακές απόψεις της επαρχίας. Αλλά λείπει φρεσκάδα και ζωντάνια από τους στίχους όπου κυριαρχεί το μέτρο και η ρίμα. Στην τελευταία συλλογή του Τα Προπαροξύτονα (1950), κι ενώ είχαν συντελεστεί μεγάλες αλλαγές από τους Σεφέρη κι Ελύτη, ο ΑΚ γράφει για τον Απρίλη –
Καλώς τον τον τραγουδιστή το μήνα το λεβέντη μας,
που είναι δροσιά το διάβα του κι είναι ευωδιά το στέκι του·
και στο χορό είναι πρώτος μας και πρώτος και στο γλέντι μας
με τ’αλαφρό σουραύλι του και το βαρύ ντουφέκι του.
Η δεύτερη γραμμή “δροσιά το διάβα του” είναι φρέσκια και δροσερή μα όλα τα υπόλοιπα είναι μάλλον ανιαρά. (Δύσκολο να ξεπεραστεί του Σολωμού ο στίχος “Έστησ’ ο ‘Ερωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη”.)
Εκτός από το ηρωικό, λεβέντικο αίσθημα έχουμε και το ρομαντικό ερωτικό αλλά, όπως συχνά, δύσμοιρο και θλιμμένο:
Η αγάπη μας τι λιγοστή! / Ρόδο που μάδησαν οι ανέμοι.
Τη θύμηση τυλίγω στη / χρυσή της νύχτας την ανέμη.
Δεν γνωρίζουμε και δεν μας λέει σε τι αντιστοιχούν οι άνεμοι που “μάδησαν” την αγάπη του. Ούτε σε τι αντιστοιχεί η “ανέμη” της νύχτας και γιατί είναι χρυσή. Τα υπόλοιπα μοιράζονται ανάμεσα σε τέτοιες διαθέσεις.
3. Γ. Αθάνας είναι ψευδώνυμο του Γ. Αθανασιάδη-Νόβα (1893 – 1987). Δημοσίευε συλλογές μέχρι και το 1981 – οι περισσότερες στο ύφος του εξουθενωμένου ρομαντισμού, ανεπηρέαστες από τις μεγάλες αλλαγές του μεσοπολέμου, δηλαδή της δεκαετίας 1930 και μεταπολέμου.
Παίρνω ένα δείγμα από το πρώιμο “Ξόμπλια του Φεγγαριού” στην πρώτη του συλλογή Πρωινό Ξεκίνημα, 1919:
Θάμα κι αυτό τ’ αποψινό! / Στο κοιμητήρι τ’ ακρινό
με φως κομμένο και σπινό [=αδύναμο] / μπήκε η κυρά Σελήνη.
Κι ως φωτιστήκαν οι σταυροί / τους έψαχνε κάτι να βρή
με τόση φρίκη που οι νεκροί / φρικιάσανε κι εκείνοι.
Τώρα, τι έψαχνε η σελήνη να βρει στους σταυρούς ειδικά; Και πώς ξέρει ο ΓΑ πως οι νεκροί φρικιάσαν δεν μας το λέει. Αλλά γιατί το φως του φεγγαριού στο νεκροταφείο εγείρει φρίκη; Και, τέλος πάντων, που είναι το “θάμα” σε τόση φρίκη;!;
Η μεταγενέστερη γραφή του δεν δείχνει καμιά βελτίωση. Από τη συλλογή Αγάπη στον Έπαχτο (1922) παίρνω μια στροφή από το “τραγούδι” 4ο (Μία βόλτα με βάρκα):
Κι ο Γαλαξίας έχει πέσει / στου τιμονιού μας τη συρμή.
Τάχα στου πελάγου τη μέση / ή στ’ ουρανού έχουμε χαθεί;
Πώς είναι δυνατό να είχαν χαθεί στη μέση τ’ ουρανού τη στιγμή που ταξίδευαν με βάρκα; Είναι σκέτη προσποίηση. Μπορεί η συρμή να αντανακλούσε τα άστρα, μα ούτε στιγμή δεν θα ένιωθε κάποιος χαμένος στον ουρανό.
Παίρνω και μια στροφή από τη συλλογή Τραγούδια των Βουνών, (1981) που είναι υποτίθεται πιο ώριμα γραπτά:
Βώδιασε ο τόπος, βώδιασε του κοριτσιού δροτσίλα!
Με γέλια και με κάκαρα πειράζουν το ’να τ’ άλλο,
Τσιμπιώντας, γαργαλίζοντας στους κόρφους, στις μασκάλες…
Τα βλέπω, χαρχατεύομαι, γλυκαίνω σαν το σύκο.
Δεν μπορείς να πεις τίποτα σοβαρό για τέτοια “ποίηση”! Βλέπετε, μόλις φύγει από το συνηθισμένο, οικείο πεδίο του νοσηρού ρομαντισμού, ο στιχουργός μένει με τη νοσηρότητα την οποία χρησιμοποιεί στο καινούργιο θέμα, στο καινούργιο ύφος.
Δεν υπάρχει τίποτα το “ποιητικό” – ούτε καν ρίμα!
4. Δεν εξέτασα τον Νόβα ως πολιτικό (της αποστασίας) διότι δεν είναι σχετικό θέμα.
Έχουμε τώρα μπει για καλά στον 20ό αιώνα και το ύφος, η μανιέρα και τα θέματα έχουν αλλάξει. Στη δεκαετία 1930 εμφανίστηκε ο σουρεαλισμός που οπωσδήποτε επηρέασε την κατοπινή ποίηση. Ομοίως τα γραπτά του Σεφέρη και λίγο αργότερα του Ελύτη με τον «ελεύθερο στίχο» και τη «σκοτεινότητα».
Θα μπορούσε κανείς να γράψει ποίηση σύγχρονη χρησιμοποιώντας το λεξιλόγιο, τα θέματα και τη τεχνοτροπία του ρομαντισμού;
Είναι πολύ εύκολο να πούμε “Όχι”.
Όμως εγώ λέω “Ναι”. Ο Αθάνας και ο Λάγιος (και διάφοροι άλλοι) έγραψαν στις παραδοσιακές φόρμες, ο Λάγιος μάλιστα σε σονέτα, για σύγχρονα θέματα. Το ότι δεν πέτυχαν να αφήσουν κάτι αξιόλογο δεν πειράζει. Κάποιος άλλος με έμπνευση πιο φωτεινή και ικανότητα πιο ισχυρή θα μπορούσε.
Θα κλείσω τον 19ο αιώνα ρίχνοντας μια ακόμα ματιά στο Σολωμό, που ανήκει στην κατηγορία των ελάχιστων γνήσιων ποιητών.