1. Θα έπρεπε να είχα ασχοληθεί νωρίτερα με αυτόν τον ποιητή που έχει κάποιες αρετές και περνά από τα τέλη του 19ου αιώνα στις πρώτες τέσσερις δεκαετίες του 20ού. Έγραψε μακροσκελή κείμενα με πολύ πατριωτισμό κι επηρέασε πολλούς. Ήταν η εποχή των Βαλκανικών πολέμων, του μεγάλου ευρωπαϊκού (1914-18) και της Μικρασιατικής καταστροφής, οπότε ο Ελληνισμός αφανίστηκε από την αρχαία Ιωνία. Με αυτά τα ζητήματα δεν θα καταπιαστώ. Υπάρχουν πάμπολλες τέτοιες μελέτες. Εγώ θα κοιτάξω την ποιητική του ΚΠ, κατά πόσο είναι ζωντανή και ζωντανεύει τη δική μας ευαισθησία κι ευχαρίστηση.
O Παλαμάς είναι πολυγραφέστατος.
Δεν βρήκα ούτε ένα μεγάλο ή μικρό ποίημα δίχως αδυναμίες και ψεγάδια.
Βρήκα μόνο λιγοστές όμορφες στροφές και αρκετές μεμονωμένες γραμμές. Αρχίζω με το Τάφος (1898) που γράφτηκε ως θρήνος για τον θάνατο του μικρού γιου του:
Ήσυχα και σιγαλά, /διψώντας τα φιλιά μας
από τ’άγνωστο γλιστράς μέσα στην αγκαλιά μας
Βέβαια ένα βρέφος δεν έρχεται στον κόσμο «Ήσυχα και σιγαλά”, μα η φράση αναφέρεται μάλλον στην κύηση. Είναι μια εμπνευσμένη στροφή. και την επαναλαμβάνει για τον θάνατο:«Ήσυχα και σιγαλά / και μ’όλα τα φιλιά μας,/ γύρισες προς τ’άγνωστο/ μέσ’απ’την αγκαλιά μας.» Οι άλλες στροφές είναι μέτριες ή κακές. Κάπου στρέφεται ο ΚΠ στα χεράκια του παιδιού:
Τι κακόν εκάματε, / και τώρα καρφωμένα
στης αρρώστιας κείτεσθε / το γολγοθά καημένα.
Αυτό σαφώς ψευτίζει. Δεν υπάρχει περίπτωση να είχε δει τα χεράκια «καρφωμένα» και την αρρώστια ως γολγοθά. Είναι απαράδεκτη υπερβολή – η παρομοίωση με τον Ιησού, που συνεχίζει:
Τα μαλλιά στο μετωπάκι σου,/ μόλις η θέρμη εφάνη,
γίνηκαν ακάνθινο / μαρτυρικό στεφάνι.
2. Οι αδυναμίες είναι πολύ περισσότερες, πολύ συχνότερες, από τις αρετές. Ας πάρουμε μία στροφή από την συλλογή Ίαμβοι και Ανάπαιστοι:
Δυο ματάκια γλυκόσκυψαν / σ’ένα κάποιο τραγούδι
τα ματάκια σα χάιδεμα / το τραγούδι σαν χνούδι.
Είναι μια κακόγουστη στροφή όπου αισθήσεις και αντικείμενα συγχέονται απίστευτα. Δέχομαι πως το πρόσωπο (συνεκδοχή: «δυο ματάκια» ) έσκυψε γλυκά έστω πάνω από ένα τραγούδι γραμμένο, αλλά μετά το «χάιδεμα» είναι αφή όχι θέαση και το «χνούδι» είναι πάλι αφή μα ξεκάρφωτο και βαλτό μόνο για τη ρίμα. Άλλο ενοχλητικό σημείο είναι το «ένα κάποιο» με την αοριστία του «κάποιου». Είναι σαχλό.
Η αοριστία με λέξεις όπως «κάποιο» ή «κάτι» είναι συχνό φαινόμενο και μπορεί τότε να ήταν αποδεκτό αλλά σήμερα ξενίζει – όπως στην επόμενη στροφή –
κι είχαν κάτι σαν βλέμματα / και σάλευαν οι στίχοι
και τα μάτια μιλούσανε / σαν αρμονίας ήχοι.
Η αοριστία εδώ χειροτερεύει με το ρήμα «σαλεύανε»: πώς σάλευαν οι στίχοι; Όσο για το τελευταίο δίστιχο, αυτό είναι πια εντελώς απαράδεκτο: η παρομοίωση είναι σκέτη παραποίηση. Άλλη αοριστία εμφανίζεται με τη λέξη «ιδέα» που θα πρέπει να αναφέρεται στην ιδεατή σφαίρα σε αντίθεση με την υλική ή σάρκινη. Από την ίδια συλλογή, λοιπόν –
και κελαηδεί στα χείλη μου / η ωδή χαράς σου πάντα νέα :
«Φαίνετ’ εις τον ορίζοντα / ωσάν χαράς ιδέα.
Και αυτή, δηλ. η “ιδέα” απαντάται συχνά στις γραμμές του ΚΠ. Καθώς στο “Φοινικιά” (Η Ασάλευτη Ζωή) εξυμνεί τις ομορφιές του δέντρου γλιστρά σε πολλές κακοτοπιές, όπως πχ. όταν περιγράφει το τρεμούλιασμα φύλλων –
Σφάζει τα λυγερά λουλούδια και τα φύλλα
από καινούριους ουρανούς ανατριχίλα.
Αυτή η κακόγουστη, χοντρή έκφραση “σφάζει” (!) επιχειρεί να πει πως ένα αεράκι κάνει να σαλεύουν τα φυλλωμένα κλωνάρια του δέντρου.
3. Ας μη νομίζουμε πως συναντάμε τέτοια κακοτεχνία και αοριστία μόνο στα πρώιμα έργα. Ας πάρουμε μια στροφή από το “Ωδή στο θάνατο του Ίψεν», Ηρωϊκή Τριλογία:
Χαρά στην άθεη θέαινα, στην ιδέα / στο μέτωπο που λάμπει και δεν σκύβει,/
στον άνθρωπο που εμπρός τραβά, και φράχτη/ δεν υπομένει και κρατά τη φλόγα/ που καίει τα πάντα.
Ναι, υψηλά φρονήματα ίσως, μα ποίηση μηδέν. Αλλά ποια είναι αυτή η ιδέα; Γιατί δεν πρέπει να σκύβει το μέτωπο;… Δεν είναι κάποτε απαραίτητο ο άνθρωπος να σκύψει, να κάνει πίσω;… Μετά, γιατί πρέπει να κάψει τα πάντα;… Τέλος, σίγουρα η φράση ‘και φράχτη / δεν υπομένει» δεν είναι η πιο σωστή.
Πηγαίνοντας στο Δωδεκάλογος του Γύφτου συχνά αναρωτιέμαι για ποιο πράγμα μιλά καθώς χρησιμοποιεί το «κάτι» ή το «κάποιος». Στον 4ο Λόγο γράφει για την «αέρινη την όψη / κάποιων ουρανών» όπου η αοριστία μεγεθύνεται με το «αέρινη όψη». Στον 5ο Λόγο βρίσκουμε «σαν να θέλουν κάτι ν’ αγκαλιάσουν» και πιο κάτω πάλι «κάτι απλώνεται κατάμαυρο ». Στον 6ο γράφει «κάποια πνεύματα πετούσαν». Στον 7ο έχουμε «την αψεγάδιαστη ιδέα», ποια ιδέα; και μετά «κάποιον Άτλαντα / ή κάποιον Άθω». κλπ. κλπ.
Δεν είναι μόνο αυτό το ψεγάδι. Υπάρχει κι έλλειψη αυτοσυγκράτησης και γνώσης ορθού μέτρου, ορθής έκφρασης. Στον 9ο Λόγο ο Γύφτος βρίσκει ένα βιολί:
Και ρίξου, σα σπαθί, δοξάρι / προς την τετράδιπλη χορδή
και χτύπα την και σπάραξέ την / η αρμονία να γεννηθεί.
Ναι, παλικαρίσια παραίνεση, καλή ρίμα αβγβ και ορθό μέτρο. Μα έτσι γεννιέται αρμονία; Θα πέσει «σα σπαθί» το δοξάρι να «σπαράξει» (!) τις χορδές;… (Είναι όπως η ανατριχίλα που “σφάζει” τα λουλούδια πιο πάνω.) Δεν είμαστε καλά.
Ή παίρνουμε δείγματα από το Φλογέρα του Βασιλιά που ο ίδιος ο ΚΠ θεωρούσε το σπουδαιότερο έργο του. Στον πρόλογο βρίσκουμε πάλι «κάποιους καημούς» και «κάποιες γνώμες». Στον 2ο Λόγο εμφανίζονται –
… ασημογνέματα του λογισμού, κάποιοι ήχοι
σιωπή γεμάτοι, ανήκουστοι από τ’ αυτιά της μέρας…
Τα «ασημογνέματα» είναι ‘ασημένια’ ή ‘άσημα’;… Μετά είναι – πάλι – «κάποιοι»! Και ακολουθούν κι άλλα αντιφατικά και παράξενα. Μετά, η Αυγούστα Θεανώ –
… γλυκογελά και στάζει / το φόνο και τον χαλασμό, καθώς η
αυγή σταλάζει.
Πώς, από που στάζει φόνους και χαλασμούς η ωραία Θεανώ;…
Το “Πόνος” είναι σε μια από τις τελευταίες συλλογές, Περάσματα και χαιρετισμοί. Η πρώτη στροφή λέει –
Κάτι με δέρνει,/ κάτι που δεν ξέρω να το καλοειπώ,/
κάτι που μου κάνει, κάτι που μου φέρνει/ το δαρμό σκληρότερο…
Δυστυχώς άλλες δέκα στροφές έχουν την ίδια ποιότητα.
4. Αρκετά έγραψα για την κακοτεχνία του ΚΠ. Ας κοιτάξουμε και μερικούς καλούς στίχους.Είδαμε δείγματα στην αρχή από το Τάφος. Από το “Σε μια που πέθανε” (Η Ασάλευτη Ζωή) παίρνω – “Σα μακρινό ξημέρωμα χάραξες μες στο νου μου,/ πολύ γλυκό, πολύ δειλό, πολύ διαβατικό”.
Στο Δωδεκάλογος… στον 1ο Λόγο –
Και ξεσπούσε στην απλοχωριά / κι ήτανε σα να τη μόλευε
τη σιγαλιά/ την παρθένα μια βλασφήμια.
Ναι, πολύ πετυχημένο εδώ το σχήμα λόγου όπου η βλασφήμια μολεύει τη σιγαλιά. Και από την αρχή του 2ου Λόγου –
Κι έσκυψα προς την ψυχή μου / σα την άκρη πηγαδιού,
κι έκραξα προς την ψυχή μου / με το κράξιμο του νου.
Εδώ η ρίμα είναι ικανοποιητική. Το μέτρο επίσης είναι ομαλό με οκτασύλλαβους στίχους Ιάμβων κι επτασύλλαβους αναπαίστων. Το «κράξιμο» είναι φυσικά μεταφορικό και η παρομοίωση με το «πηγάδι» καλή.
Αλλά, και αυτό είναι μεγάλο “αλλά”, τέτοιες επιτυχίες είναι σποραδικές, δυσεύρετες και μάλλον τυχαίες, όταν συγκρίνονται με την κακοτεχνία στις πολύ περισσότερες και συχνότατες άγαρμπες γραμμές.
Όχι ο ΚΠ δεν νομίζω να ανήκει στους καλούς ποιητές. Αλλά έχει ιστορική σπουδαιότητα διότι με το κύρος του εμπέδωσε τη χρήση της Δημοτικής.