1. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος είναι ο εισηγητής του σουρεαλισμού (= υπερρεαλισμού) στην Ελλάδα – αλλά και της ψυχανάλυσης, μας πληροφορεί ο Π. Μπουκάλας, στην Εισαγωγή του, στην έκδοση της Ανθολογίας στη σειρά Έλληνες Ποιητές, Καθημερινή 2014. Χρησιμοποιώ τον όρο «σουρεαλισμός» διότι δεν βρήκα και δεν βρίσκω τίποτα το «υπερ-ρεαλιστικό» (=πάνω από την πραγματικότητα) σε όλα αυτά τα κείμενα. Το «σου-» ως πρόθεση παραπέμπει και στη γαλλική sous πουσημαίνει ‘κάτω από’, δηλαδή «υπο-ρεαλισμός». Η έννοια αυτή μου φαίνεται πιο σωστή.
Ο ΑΕ συνέβαλε, συνεχίζει ο Μπουκάλας, “στην ανανέωση του νεοελληνικού ποιητικού λόγου… Καλλιέργησε την απελευθερωμένη χρήση της γλώσσας και την απελευθερωτική διαχείριση της εικόνας” – ό,τι κι αν σημαίνουν αυτές οι διατυπώσεις στους ποιητικούς κύκλους.
Επίσης, “ανέδειξε λογοτεχνικά τη δράση του ονείρου και του ασυνειδήτου” και ακόμα, “αντέταξε το αντιδεσποτικό του φρόνημα στους διακινητές δεισιδαιμονιών και στους κήρυκες των ποικίλων ανελεύθερων δογμάτων”. Αυτά είναι μισές αλήθειες, χειρότερες από ψέματα.
Αν δεν ανήκεις στους ποιητικούς κύκλους θα έχεις δυσδιάβατη δυσκολία να συμφωνήσεις, μόλις διαβάσεις λίγα δείγματα γραφής του Α.Ε. Ακόμα και ο σουρεαλισμός του είναι κάκιστης ποιότητας. Ο ΑΕ δεν δείχνει να έχει ούτε μια τούφα έμπνευσης ούτε ικανότητα να γράψει πρόζα ή μέτρια έστω ποίηση. Εδώ φαίνεται ο εξυπνακισμός σε όλη του τη δόξα.
2. Ως πρώτο δείγμα παίρνω το “Φως επί φάλαινας” (όγδοο κομμάτι στο Υψικάμινος, Πρώτο έργο του ΑΕ, 1935) το οποίο ο Μπουκάλας παρουσιάζει πρώτο, σ 66. Είναι πρόζα:
Η αρχική μορφή της γυναικός ήτο το πλέξιμο των λαιμών δύο δεινοσαύρων.
Έκτοτε άλλαξαν οι καιροί και άλλαξε σχήμα και η γυναίκα. Έγινε πιο μικρή πιο
ρευστή πιο εναρμονισμένη με τα δικάταρτα (σε μερικές χώρες τρικάταρτα)
καράβια που πλέουν πάνω από τη συμφορά της βιοπάλης. Η ίδια πλέει
επάνω στα λέπια ενός κυλινδροφόρου περιστεριού μακράς ολκής. Οι εποχές
αλλάζουν και η γυναίκα της εποχής μας μοιάζει με χάσμα θρυαλλίδος.
Εδώ δεν βρίσκουμε τίποτε αξιόλογο: ούτε από την άποψη του σουρεαλισμού. Η φαντασία είναι πολύ περιορισμένη και κάθε εικόνα ή αόριστη (άλλαξαν οι καιροί, πιο μικρή, πιο ρευστή) ή κακόγουστη (λαιμοί δεινοσαύρων, χάσμα θρυαλλίδος). Μερικοί λένε πως είναι κομμάτι, όπως όλα στο Υψικάμινος, αυτόματης γραφής,. Ίσως. Αμφιβάλλω: αυτό που φαίνεται καθαρά είναι μια διπλή προσπάθεια για εντυπωσιακά φανταστικά σχήματα που αλλάζουν απότομα και συνάμα για έλλογη συνέχεια. Η προσπάθεια μου φαίνεται πλήρως αποτυχημένη.
Γιατί γράφει κάποιος τέτοια κείμενα;… Πιο σημαντικό, πιο πρακτικό – γιατί να τα διαβάζει κανείς;… Και γιατί τα θεωρεί σπουδαία ο Μπουκάλας ή άλλοι κριτικοί, αφού μόνο ασυναρτησίες παράγει τέτοιου είδους γραφή;…
3. “Ο δρόμος” είναι πεζό κείμενο του 1964 δείχνει εξίσου ξεκάθαρα την ανικανότητα του ΑΕ να γράψει κάτι ωραίο. Ο δρόμος, όποιος δρόμος, κάθε δρόμος (που στην αφήγηση του ΑΕ περνά από κάθε χώρα και γνωστή πόλη), παρουσιάζεται ως σύμβολο της Οικουμένης και της Ζωής και καταλήγει να αναδεικνύει την ανωτερότητα των ποιητών!
Και ο δρόμος εξακολουθεί, σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ, σκυρόστρωτος
ή με άσφαλτο ντυμένος, και μαλακώνει μόνο, όποια κι αν είναι η χώρα, όποιο
και αν είναι το τοπείον, κάτω από σέλας αγλαόν αθανασίας, μόνον στα
βήματα των ποιητών εκείνων, που οι ψυχές των ένα με τα κορμιά των είναι,
των ποιητών εκείνων των ακραιφνών και των αχράντων, καθώς και των
αδελφών αυτών Αγίων Πάντων.
Είναι τόσο άσκημη αυτή η πρόζα: δεν έχει ούτε μια λάμψη ομορφιάς και γνήσιου αισθήματος. Φράσεις όπως «σκληρότερος από ποτέ» επιβάλλονται αυθαίρετα. Εκεί που η γραφή πάει να ανυψωθεί σε λυρισμό υπερκόσμιο έχουμε μόνο αοριστία – “σέλας αγλαόν αθανασίας” και ποιητές “ακραιφνείς και άχραντοι” των οποίων οι ψυχές ένα είναι με τα κορμιά τους!
4. Παίρνω μια στροφή από το “Στροφές στροφάλων” (1936) που έχει δημοσιευθεί σε διάφορες Ανθολογίες.
Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις/ Είναι ο καπνός σου πλόκαμος της ειμαρμένης/ Που
ξετυλίγεται μες στην αιθρία κι ανεβαίνει/ Σαν μαύρη κόμη ηδυπαθούς παρθένας ουρανίας
Σαν λυρική κραυγή του μουεζίνη/ Όταν αστράφτει η πλώρη σου στο κύμα/ Όπως ο λόγος του
Αλλάχ στα χείλη του προφήτη/ κι όπως στο χέρι του η στιλπνή κι αλάνθαστή του σπάθα.
Από την πρώτη γραμμή ο νους υποψιάζεται κακή ποίηση αν όχι σαχλαμάρα με το “πλέχω” αντί το κανονικό “πλέω” και με το τραγούδισμα του πλεούμενου. Με τη δεύτερη γραμμή έρχεται σχεδόν σιγουριά και απογοήτευση. Πως γίνεται ο καπνός “πλόκαμος της ειμαρμένης”;… Ένα πλοκάμι τεντώνεται και πιάνει κάτι. Ομοίως η Ειμαρμένη – μας κρατά στα πλοκάμια της. Αλλά ο καπνός από το φουγάρο;… Και ο καπνός είναι αέρινος, όχι συμπαγής και στιλπνός όπως ένα πλοκάμι. Μετά, υποθέτω πως είναι ο καπνός που “ξετυλίγεται” και ανεβαίνει, όχι το πλοκάμι.
Και στη συνέχεια η δυνατή υποψία επικυρώνεται: ο καπνός ανεβαίνει “σαν μαύρη κόμη” (= μαλλιά), ενώ στην πραγματικότητα η κόμη πέφτει προς τα κάτω (εκτός αν είναι πολύ κοντή και σηκώνεται με φρίκη!). Και αυτά τα μαλλιά ανήκουν σε “ηδυπαθή ουράνια παρθένα”. Μια παρομοίωση συνήθως παίρνει κάτι και το συγκρίνει με κάτι πιο άμεσο, πιο κατανοητό, πιο ενδεικτικό ή φανερό (όπως, μάγουλο σαν τριαντάφυλλο). Εδώ ο καπνός παρομοιάζεται με την κόμη πλάσματος έξω από την άμεση εμπειρία μας, και μάλιστα εξιδανικευμένου (ουράνια) αλλά και “ηδυπαθούς”! Αλλά είναι ο καπνός βαποριού τόσο “ουράνιος”;
Μετά, έχουμε παρομοίωση του καπνού με τη “λυρική κραυγή του μουεζίνη”(!) όταν η πλώρη του πλοίου “αστράφτει στο κύμα”. Γιατί τότε και όχι άλλη ώρα, δεν εξηγεί. Ή μήπως το υπερωκεάνειο τραγουδά και πλέει σαν λυρική κραυγή; Η κραυγή σύντομα σταματά, όμως, ενώ το πλοίο συνεχίζει να πλέει! Όπως κι αν έχει, μας παρουσιάζει μια νέα ηχητική παρομοίωση “όπως ο λόγος του Αλλάχ” και μετά μια οπτική “όπως … η σπάθα”! Τώρα, οι σχέσεις εδώ είναι φοβερά συγχυσμένες. Ο μουεζίνης καλεί τους πιστούς σε κατάνυξη και προσευχή ενώ το υπερωκεάνειο μεταφέρει ταξιδιώτες με διαφορετικούς σκοπούς που μάλλον διασκεδάζουν. Η πλώρη σχίζει το νερό ενώ η “αλάνθαστη σπάθα” σχίζει απίστους και συχνά αιρετικούς πιστούς.
5. Η ανίατη σύγχυση του ανθρώπου φαίνεται ξεκάθαρα από τη λίστα που έκανε – “Οι μπεάτοι ή της μη συμμορφώσεως οι άγιοι”:
Κερουάκ, Γκίνσμπεργκ, Μπρετόν, Rimbaud, Blake, Shelley, Poe και Μέλβιλ, Τhοreau, Henry Miller, Whitman, Έγελος, Κίρκεγκαρντ, Λέων Τολστόη, S. Freud, Σικελιανός, Καβάφης, Μαρξ, Λένιν, Böhme, Νίτσε, Hugo. Μωάμεθ, Χριστός, Μαγιακόφσκι κ.α!!!
Σχόλια εδώ δεν χρειάζονται. Και τελειώνω με λίγες γραμμές από ένα των τελευταίων “έργων” του ΑΕ, “Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας” (1966):
Κ’ αίφνης κοντά στης πανηγύρεως τον χώρο/ Μέσα από σπήλαιον βαθύ
προβαίνει/ Ως άνθρωπος ξαφνικός νεαντερτάλιος/ Ως πιθηκάνθρωπος
τεράστιος erectus/ Πολύ πριν ακουστεί η κλαγγή των λεγεώνων/
Πρωτόκλητος και αρχέτυπος προβαίνει/ Στο φως της πανηγυρικής αυτής/
ημέρας/ Ως μέγας αναμάρτητος Αδάμ/ Μ’ ένα λαλίστατον ειρηνικό
πουλί στον ώμο/ Ως άρχων της γης μοιραίος προβαίνει/ Αναζητών
λαόν πιστόν και αγέλας καλλιμάστων νεανίδων/ Βαρύγδουπος κισσοστεφής
προβαίνει/ Θανάτω θάνατον πατήσας/ ο νέος αιών.
Η μόνη ποιότητα εφάμιλλη της αφυδατωμένης φαντασίας του ΑΕ μετά τη σύγχυσή του, είναι η ασύστολη και καθόλου «κισσοστεφής» ασυναρτησία του.