Π30: Γιατί τόση κακή ποίηση;

Π30: Γιατί τόση κακή ποίηση;

- in Ποίηση
0

1. Φίλος της στήλης σχολίασε – “Γιατί άραγε υπάρχουν τόσες αρνητικές παρουσιάσεις στις σελίδες της Βίγλας;”

Είναι καλή ερώτηση φυσικά, αλλά όχι εντελώς βάσιμη.

Υπάρχουν από την αρχή αυτών των δημοσιεύσεων περί Ποίησης και θετικές παρουσιάσεις. Όχι βέβαια το έργο ενός ποιητή. Διότι εγώ δεν έχω βρει κανένα – και κάνω ξανά έκκληση στους ενδιαφερόμενους να μου στείλουν κάποιο.

Ανατρέχοντας όμως στα πρώτα άρθρα, βλέπω πως και τα τέσσερα πρώτα, που είναι μάλλον εισαγωγικά, έχουν ισάριθμα παραδείγματα καλής και κακής γραφής. Τα Ποίηση VII και IX παρουσιάζουν θετικά τον Σεφέρη (δίνοντας κι ένα στοιχείο αρνητικό). Τα 10, 11, 12, 16 και 18 έχουν ισάριθμα θετικά κι αρνητικά.

Αλλά συμφωνώ πως τείνω να αποδομώ ποιητές που θεωρούνται “μεγάλοι”, όπως ο Σικελιανός, ο Σεφέρης, ο Ελύτης. Και θα συνεχίσω μάλλον και με τους “μικρούς”. Ο λόγος είναι απλός και χρειάζεται να τον καταλάβουμε σε όλες τις διαστάσεις του. Απλούστατα, δεν υπάρχει αληθινή, ώριμη ποίηση μετά τον Σολωμό. Όπως έγραψα, ναι, υπάρχουν μεστά, ωραία αποσπάσματα εδώ κι εκεί στα κείμενα και των μικρών και των μεγάλων στιχοπαραγωγών μας. Βρίσκουμε μερικά, όχι όμως πολλά ολοκληρωμένα ποιητικά έργα, ένα σονέτο, μια ωδή, ποιήματα σε ελεύθερο στίχο, έστω.

Ας το θέσω αλλιώς. Εγώ δεν θα έκανα καμιά Ανθολογία από τα κείμενα Ελλήνων ποιητών, όπως θα έκανα Ανθολογία αγγλόφωνων ποιητών (Αμερικανών ή, καλύτερα, Βρετανών). Διότι μετά τον Σολωμό δεν γράφονται πολλά αξιόλογα ποιήματα. Όπως είπα, λίγα μόνο αποσπάσματα ή ποιήματα – στον Παλαμά, στον Σεφέρη, στον Ελύτη και σποραδικές γραμμές σε άλλους.

2. Αυτό μπορεί να μας φαίνεται παράξενο, αλλά μόνο επειδή έχουμε συνηθίσει σε πληθώρα δημοσιεύσεων τομίσκων “ποίησης” ή Απάντων και σε ακατάπαυστες, όμως ασυλλόγιστες, αναφορές στην “ποίηση”.

Μέχρι το 1930, ας πούμε, λίγοι έγραφαν ποιήματα: ήταν οι λιγοστοί “άνθρωποι του πνεύματος” όπως λέγονταν ή “διανοούμενοι”.

Η απλή αλήθεια είναι πως μέχρι τότε λίγοι τέλειωναν τα Γυμνάσια, λιγότεροι τέλειωναν το Πανεπιστήμιο κι ακόμα λιγότεροι μπορούσαν να σπουδάσουν στο εξωτερικό. Έτσι λίγοι μπορούσαν να γράψουν και σχετικά λίγοι να διαβάσουν. Αλλά κι αυτοί οι λίγοι (ο τοτινός ποιητικός κύκλος) ήταν εγκλωβισμένοι πρώτα στον Ευρωπαϊκό ρομαντισμό του 19ου αιώνα και τις τάσεις στο τέλος του αιώνα – ιμπρεσιονισμός στη Γαλλία, προ-Ραφαηλιτισμός στην Αγγλία, κλπ.

Στα μισά του 20ου αιώνα, μετά τον πόλεμο 1939-45, η παιδεία έγινε οικουμενική και σχεδόν όλοι πια έμαθαν ανάγνωση και γραφή. Έτσι σιγά-σιγά κάθε Γιάννης και Γιαννούλα άρχισαν να γράφουν “ποίηση” (ή, όπως έγραψε ο αποκρυφιστής Γκουρτζίεφ, εφόσον κάποιος εξασφάλιζε τριών μηνών ενοίκιο και φαΐ καθόταν κι έγραφε τη νουβέλα του). Σε μικρότερη κλίμακα, το ίδιο συμβαίνει με τη ζωγραφική και τη μουσική: πάρα πολλοί επιδίδονται και σε αυτές τις τέχνες (και στα διάφορα είδη τραγουδιού). Μένω με την ποίηση.

3. Γιατί τόσοι και τόσοι γράφουν ποιήματα;

Είναι βεβαιότατο πως δεν μπορείς με αυτόν τον τρόπο να κερδίζεις τα προς το ζην. Έτσι, εκτός κι αν είσαι πλούσιος ή τέλος πάντων έχεις κάποιο σταθερό εισόδημα, εργάζεσαι ποικιλότροπα για να έχεις τα προς το ζην και γράφεις «ποίηση» ως χόμπι.

Πολλοί στιχοπαραγωγοί δίνουν διάφορους λόγους. Η Αντιόπη Αθανασιάδου (δικηγόρος στη Θεσσαλονίκη) λέει πως μικρή έβλεπε ποιήματα στον ύπνο της και τώρα τα γράφει. Άλλοι νιώθουν πως έτσι εργάζονται αληθινά διότι εκφράζονται. Άλλοι πάλι καταφεύγουν σε μεγαλοστομίες για το ότι η ποίηση εκφράζει ύψιστες αλήθειες για τον άνθρωπο και τον κόσμο και παρόμοια.

Χωρίς να απορρίπτω απόλυτα τις διάφορες εξηγήσεις, δεν τις πιστεύω. Διότι αφενός οι άνθρωποι συχνά κάνουν πράγματα δίχως να γνωρίζουν τα πραγματικά κίνητρα και αφετέρου όλοι λέμε ψέματα πολύ εύκολα και άθελα.

Υπάρχει όμως και δεύτερο ερώτημα. Γιατί δημοσιεύονται (και διανέμονται);

Το να γράφεις ποιήματα είναι μια δραστηριότητα, πολύ προσωπική, όπως το να κρατάς ημερολόγιο σημειώνοντας σημαντικά συμβάντα. Το να θες να δημοσιευτούν είναι κάτι διαφορετικό. Κι επειδή σπάνια γράφει μόνο κανείς ποιήματα μα τα δημοσιεύει κιόλας, έστω κι αν χρειαστεί, όπως συμβαίνει στις πλείστες περιπτώσεις, να πληρώσει τα έξοδα από την τσέπη του/της.

Ευτυχώς για τους φιλόδοξους στιχοπαραγωγούς, υπάρχουν πολλοί εκδότες σήμερα που θα δημοσιεύσουν τον τομίσκο, εφόσον καλυφθούν τα έξοδα.

Θέλουν λοιπόν να μοιραστούν με τους άλλους ανθρώπους τις εμπνεύσεις τους, τη σοφία που ανακαλύπτουν στο νου τους, την ευφυΐα με την οποία εκφράζονται και παρόμοια;…

4. Έχοντας διαβάσει πληθώρα ποιητικών προϊόντων σε τέσσερις τουλάχιστον γλώσσες από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και από τις πέντε ηπείρους, έχοντας δώσει πολλές διαλέξεις στο εξωτερικό και έχοντας συνομιλήσει με μερικούς ποιητές, πιστεύω πια πως οι περισσότεροι επίδοξοι ποιητές πάσχουν από μια πλάνη φιλοδοξίας και ματαιοδοξίας. Νομίζουν δηλαδή πως η ποίηση είναι μια μεγάλη τέχνη, ένα σπουδαίο λειτούργημα στην κοινωνία, και πως με το να γράφουν αποκτούν τον τίτλο “ποιητής/ ποιήτρια” και εισέρχονται σε έναν κύκλο εκλεκτών –τον ποιητικό κύκλο, που είναι πολύ ανώτερος από τον κύκλο των μυθιστοριογράφων και άλλων κοινών θνητών.

Σήμερα υπάρχουν ειδικά κουρ, ειδικές σειρές μαθημάτων από εγνωσμένους “ποιητές” ή σχετικούς φιλόλογους, που διδάσκουν πώς να γράφεις (κυρίως μυθιστορήματα αλλά και) ποίηση. Δεν σκέφτονται σοβαρά πως οι μεγάλοι ποιητές δεν διδάχτηκαν ποτέ τίποτα πέρα από τη γλώσσα στην οποία άφησαν τα έργα τους.

Ίσως θα έπρεπε όλοι οι σύγχρονοι στιχοπαραγωγοί να παρακολουθήσουν τέτοια μαθήματα κι έτσι να μπορέσουν να γράφουν καλύτερα. Αμφιβάλλω, πάντως, πως αυτό θα έχει επιτυχία αν οι ενδιαφερόμενοι δεν έχουν έμφυτο ταλέντο. Όπως και να έχει το πράγμα, η εμμονή να γίνεις “ποιητής/ ποιήτρια” δείχνει αρκετή αλαζονεία και τέτοια ιδιότητα δεν προοιωνίζει πνευματικό καλό.

5. Ανοίγω μια σχετικά σύγχρονη συλλογή σε τυχαία σελίδα και διαβάζω:
Η αγάπη μου όλη μελανιές/ Τρικλοποδιές και κεφαλοκλειδώματα/ Μαύρα φοράει ασημοκεντημένα/ Και στην αρένα διεκδικεί τη ματωμένη/ Ηρωική έξοδο του ταύρου.

Σε άλλη σελίδα: –
Μεσάνυχτα./ Ταξιδεύω στην ερημιά τ’ ουρανού./ Ένας νυχτερινός υάκινθος/ με μνημονεύει αιωρούμενος/ σε μια άρρωστη λευκότητα.

Και παρακάτω:-

Οι άντρες νιώθουν στεγνοί/ γιατί εκείνη θέλει μόνο να δει τη θάλασσα/ που

βρίσκεται ακριβώς πίσω τους/ απλωμένη σαν δίχτυ/ ακριβώς σαν αυτούς/ 

κι ακούει το αλάτι μέσα από τα στεγνά αυτιά τους/ ….

Εδώ παντού βλέπω την κοπιώδη προσπάθεια να παραχθούν στίχοι που θα θεωρηθούν “ποίηση”. Δεν υπάρχει έμπνευση, ούτε διδαχή, ούτε χαρά, ούτε νοηματική αλληλουχία. Δεν είναι καν προσεγμένο γράψιμο. Είναι σκέτος ανιαρός κακόγουστος εξυπνακισμός με ακαλαίσθητη χρήση της γλώσσας και καμιά προσπάθεια εκλέπτισμού. (Όλα είναι στο Ομάδα από Ποίηση, 2010 Εκδ. Γαβριηλίδης.)

Ποιος (θα) θέλει να διαβάσει τέτοια σκαριφήματα;

Προσκαλώ ειλικρινά οποιονδήποτε να μου στείλει σύγχρονα κείμενα που θεωρεί καλή ποίηση. Ας συγκριθούν τα παραπάνω με τους στίχους του Σολωμού (από το “Πόρφυρας”):
Πριν πάψει η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει˙/ άστραψε φως και γνώρισεν ο νιος τον εαυτό του˙/ οι κόσμοι γύρου ν’ άνοιγαν κορόνες να του ρίξουν.

Ο ποιητής εδώ μιλάει για το θάνατο ενός νέου στα σαγόνια του “πόρφυρα” (=καρχαρία) κι ο θάνατος είναι, γράφει, όχι κάτι φρικτό κι απευκταίο, αλλά μια εμπειρία φωτεινή, με την οποία εισέρχεται κάποιος σε κόσμο χαράς, φωτός και γνώσης. Και αυτό το επαναλαμβάνει σε άλλα αποσπάσματα στα ώριμα κείμενά του. Και ο Σολωμός δεν είναι κανένας ονειροπόλος, αιθεροβάμονας ρομαντικός. Γνωρίζει πολύ καλά και γράφει και για την τρέλα, τον πόνο και τις τραγωδίες της ζωής γενικότερα. Μα έχει αυτή την επαναστατική αντίληψη για το θάνατο. Μετά, γράφει σε ωραία γλώσσα με εξαιρετική επιλογή λέξεων, πολύ πιο πέρα από τα κοινά φληναφήματα του ρομαντισμού τότε.

Η σκοτεινότητα που έγινε, χάρη στον Σεφέρη και τον Ελύτη, αναπόσπαστο συστατικό της σύγχρονης (κάκιστης) ποίησης, η έλλειψη στίξεως και μέτρου (ίαμβος κλπ), ο ελεύθερος στίχος – στοιχεία που ο Έλιοτ χρησιμοποίησε (όχι πάντα) με διάκριση και τέχνη για να δώσει (όχι πάντα) όμορφη ποίηση, χρησιμοποιούνται από ματαιόδοξους, άξεστους στιχουργούς για την παραγωγή ασυναρτησίας με τις φοβίες και τα άλλα ψυχοπλακωτικά απωθημένα τους.

6.  Είναι μόνο η ποίηση που βρίσκεται σε κακό χάλι;… ;

Όχι βέβαια. Στην ίδια κατάσταση είναι και η ζωγραφική, η μουσική, το τραγούδι, το θέατρο, η πολιτική, η δικαιοσύνη, η θρησκεία, η παιδεία και ό,τι άλλο συνιστά πολιτισμό ή κουλτούρα.

Κάθε αλλαγή προς κάτι καλύτερο προχωράει για πολύ λίγο προς το “καλύτερο”, αλλά σύντομα και ανεπαίσθητα, ή απότομα κάποτε, εξαιρουμένης της τεχνολογίας γενικά, γίνετα  ολοένα χειρότερο.

Τα καταθλιπτικά κακοτεχνήματα και οι ανίατες ανοησίες της σύγχρονης στιχοπαραγωγικής δραστηριότητας μπορούν κατά κύριο λόγο να εντοπισθούν στην ανυπόμονη φιλοδοξία και ματαιοδοξία, στην έλλειψη βαθύτερης εμπειρίας της ζωής και κατανόησής της, στην άγνοια της δομής του νου και στην εισαγωγή της “σκοτεινότητας” (ως κανόνα) η οποία εξοβέλισε το έλλογο νόημα και την Αντικειμενική Αντιστοιχία, που ήταν πάντα  βασική αρετή της καλής ποίησης.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *