Π12: Ποίηση

Π12: Ποίηση

- in Ποίηση
0

1. Σήμερα επανέρχομαι στο σχόλιο της Μήτιδος για να κοιτάξω λεπτομερέστερα ένα άλλο σημείο που λέει: “… όμως η διανοητική προσέγγιση των Δημουλά, Ρίτσου κλπ, δεν μπορεί επίσης να λειτουργήσει από διαφορετικό κανάλι για να θέσει τέτοια ερωτήματα στον άνθρωπο, να προκαλέσει έναν δημιουργικό προβληματισμό έστω και με εξυπνακίστικο τρόπο;” (Τα ερωτήματα είναι σημαντικά ζητήματα, όπως λέει, καθώς και η νέα κατανόηση.)

Ναι, οπωσδήποτε, κάποιος ερευνητικός νους θα αντλήσει σημασία και θα φθάσει σε νέα κατανόηση από κάθε αντικείμενο. Ομοίως ένας καλός ποιητής θα μπορεί να γράψει εμπνευστικά για μια κηλίδα καφέ ή κρασιού στο χαλί.

Αμφιβάλλω πολύ όμως αν ένας νωθρός νους, όπως τυχαίνει σήμερα να είναι αυτός των πολλών, μηχανικός και μαραζωμένος, μπορεί να αντλήσει σημασία και να φθάσει σε βαθύτερη κατανόηση ακόμα και από ένα πανέμορφο κείμενο, πεζό έστω, που ξεφεύγει από τα δικά του άμεσα ενδιαφέροντα. Ομοίως ένας ατζαμής “ποιητής” (και υπάρχουν αναρίθμητοι) δεν θα μπορέσει να αποδώσει την ορθή πραγματική αξία οποιουδήποτε, ακόμα και συνταρακτικού, γεγονότος.

2. Το σημείο με το οποίο αρχίσαμε είναι πολυσύνθετο: έχει περισσότερες απόψεις από αυτές που φαίνονται εκ πρώτης όψεως.

Ας πάρουμε την πρόταση – “Αν ήταν να σου προσφέρω ένα κρίνο, θα’ βαζα έναν μίσχο στον έσπερο”. Είναι καθαρή πρόζα. Αλλά τυπώνεται αλλιώς, σε πέντε γραμμές, κι έτσι παρουσιάζεται ως “ποίημα” από τον Ν. Βρεττάκο.

(α)  Αν ήταν να σου/ προσφέρω ένα κρίνο

θα’ βαζα  έναν/ μίσχο/ στον έσπερο

Η ποιητικότητα του έγκειται στην υπερβολή ότι μπορεί κάποιος να βάλει μίσχο στο άστρο που λέμε “έσπερος” και να το προσφέρει. Έξυπνο, βέβαια. Αλλά και από την αρχή, ο συγγραφέας δεν θέλει να κάνει κάτι τέτοιο, ίσως γιατί αντιλαμβάνεται πως δεν γίνεται και λέει “αν ήταν να σου προσφέρω” (δηλαδή “δεν προσφέρω”)! Αυτή η σκέψη δεν είναι και πολύ ρομαντική, ποιητική: προδίδει μια μάλλον κυνική διάθεση. Μετά, η πρόταση δεν κερδίζει τίποτα με το να έχει γραμμές κομμένες στο  «σου» και στο «έναν». Δείχνει μάλλον επιπολαιότητα.

Αν ο αναγνώστης είναι προσεκτικός, δεν νιώθει κανένα δημιουργικό προβληματισμό και το μόνο ερώτημα που εγείρεται είναι “Τι είδους σχέση είναι αυτή;”

Ας πάρουμε ακόμα ένα παράδειγμα. Είναι από τη συλλογή Κατά Σαδδουκαίων του Μ. Κατσαρού:

(β) Αντισταθείτε/ σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι

και λέει: “Καλά είμαι εδώ!”/ Αντισταθείτε

σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι

και λέει: “Δόξα σοι ο θεός!”/ Αντισταθείτε

στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών…

Και αυτό πρόζα είναι: παρουσιάζεται ως ποίημα με τις αυθαίρετα κομμένες γραμμές του. Ούτε ρυθμό έχει, ούτε ομοιοκαταληξίες ούτε κάποιο ποιητικό σχήμα λόγου. Η μεταφορά στην τελευταία γραμμή (τάπητας πολυκατοικιών) δεν λειτουργεί εκτός κι αν κοιτάς από πολύ ψηλά, από ένα ελικόπτερο: ακόμα και τότε το θέαμα είναι απέραντο, μουντό γκριζοπράσινο και όχι το ζωηρόχρωμο περσικό χαλί. Η αίσθηση που έχει στην πόλη ο κοινός άνθρωπος είναι όγκοι πολυκατοικιών, όχι ενός επίπεδου τάπητα.

Αν θέλουμε  να γράψουμε καλή ποίηση σε ελεύθερο στίχο ας διδαχθούμε από τους καλούς ποιητές – εφόσον βέβαια έχουμε την απαραίτητη ευαισθησία και κρίση να τους αναγνωρίσουμε κι εφόσον εφαρμόσουμε τα μαθήματα. Π.χ.

(γ) Λίγο ακόμα/ θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν

τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο/ τη θάλασσα να κυματίζει

λίγο ακόμα/ να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα

Εδώ ο Σεφέρης (Μυθιστόρημα Κ, Άπαντα σ 70) είναι πολύ λιτός, χωρίς μεταφορές και άλλα σχήματα λόγου εκτός από το “σηκωθούμε” (αντί του “ανεβούμε” ίσως), που υποδείχνει μια εσωτερική ανάταση. Τη δουλειά την κάνει ο ρυθμός: ΧυυΧυ/υυΧυυυυυΧυΧυ κλπ. Κανένας στίχος δεν τελειώνει με τονισμένη την τελευταία συλλαβή. Η επανάληψη της φράσης «Λίγο ακόμα» έχει όμοια επίδραση όπως και ο ρυθμός στις δύο τελευταίες γραμμές – ΧυυΧυυ/υυυΧυΧυυΧυυ – με τους δύο τελικούς δακτύλους: τονισμενη συλλαβή, μετά άτονη, άτονη. Έτσι, ενώ η επιφανειακή ανάγνωση λέει “λίγο ακόμα” υπονοώντας πως έχει καλυφθεί απόσταση κι έχει περάσει χρόνος ήδη, ο ρυθμός υποδείχνει κόπωση και αρκετή ανηφορική απόσταση μπροστά.

3. Το (α) εξυπνακίζει: έχει μια τολμηρή ιδέα μα πολύ ανόητη εκτέλεση. Δεν γίνεται καθόλου πιστευτός ο ποιητής.

Το (β) διδάσκει: “αντισταθείτε!” Αλλά γιατί να αντισταθώ σε αυτές τις πολύ κοινές πράξεις και σκέψεις; Βεβαίως και θέλω να νιώθω καλά στο σπίτι μου και βεβαίως δοξάζω τον θεό. Όσο για τις πολυκατοικίες – τι μπορεί να γίνει τώρα πια;

Το (γ) υποδείχνει, υπονοεί χωρίς να κάνει τρανταχτές δηλώσεις: Ναι, διανύσαμε αρκετή απόσταση και φαίνεται πως θέμε λίγο ακόμα να φθάσουμε στην κορυφή και στην άνοιξη, αλλά κουραστήκαμε κι έχουμε δρόμο ακόμα μπροστά μας. Μπορεί να φθάσουμε, μα μπορεί και όχι. (Η συνηθισμένη θλίψη του ποιητή.)

4. Η καλή ποίηση ούτε σαχλαμαρίζει, ούτε διδάσκει φωναχτά. Η καλή ποίηση διδάσκει έντεχνα δίχως να νιώθουμε πως διδασκόμαστε.

Αν κάποιος θέλει να διδάξει ανοιχτά, τότε ας γράφει πεζές επιφυλλίδες, όπως κάνω εγώ και τόσοι άλλοι.

Η ποίηση διδάσκει προκαλώντας συγκίνηση, πάντα, ακόμα και σε τρόμο ή θλίψη, μαζί με το αίσθημα ανάτασης ή ανακόυφισης. Αλλά όπως είπα νωρίτερα, χρειάζεται κάποια ευαισθησία και διάκριση. Ναι, η διάνοια θα πάρει το νοηματικό μήνυμα αλλά και το συναίσθημα θα ενεργοποιηθεί κατάλληλα έτσι που οι δύο λειτουργίες μαζί θα δώσουν μια λεπτότερη κι ευρύτερη σημασία κι εμπειρία.

Βέβαια, δεν είναι αυτός ο μόνος σκοπός της ποίησης. Υπάρχουν κι άλλοι.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *