Αθανάσιος Έλλις
Η Ελλάδα έχει επιστρέψει. Για τους γνωρίζοντες, είναι σαφής η αλλαγή εικόνας και κλίματος στα κέντρα εξουσίας και στους παράγοντες επιρροής της Ουάσιγκτον. Η χώρα προβάλλει σήμερα ως αξιόπιστος εταίρος και αποτελεσματικός σύμμαχος σε μια εύφλεκτη περιοχή, ο οποίος δεν ζητάει μόνο, αλλά και προσφέρει. Που δεν είναι μέρος των προβλημάτων όπως στο παρελθόν, αλλά και των λύσεων.
Αυτή είναι η αίσθηση που επικρατεί μεταξύ κυβερνητικών αξιωματούχων, αλλά και στους διαδρόμους του Κογκρέσου, όπου, ως απόρροια και της μεθοδικής δουλειάς της ελληνικής πρεσβείας αλλά και συγκεκριμένων Ελληνοαμερικανών, πολλοί νομοθέτες και οι στενοί συνεργάτες τους –συχνά πιο σημαντικό καθώς αυτοί προετοιμάζουν τις θέσεις, τα ψηφίσματα, τα νομοσχέδια– έχουν διαμορφώσει μια πολύ θετική εικόνα για τη γεωπολιτική αξία και τον περιφερειακό ρόλο της Ελλάδας.
Game changers θεωρούνται η συμφωνία των Πρεσπών, που αποκατέστησε τον πρωταγωνιστικό ρόλο της χώρας στα Βαλκάνια, και η τεράστια αναβάθμιση της Αλεξανδρούπολης το τελευταίο διάστημα, που αποτελεί μια νέα γεωστρατηγική πύλη εισόδου για δυνάμεις, αλλά και πηγές ενέργειας προς τα Βαλκάνια και την Ευρώπη γενικότερα. Και αυτό σε μια ιστορική συγκυρία που βρίσκεται σε εξέλιξη ο πόλεμος στην Ουκρανία. Η υλοποίηση της ειλημμένης απόφασης για απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο περνάει και από την Ελλάδα.
Στερεότυπα και δεδομένα ανατρέπονται και η χώρα μας βρίσκεται –αξιακά, διπλωματικά και γεωγραφικά– στο επίκεντρο των αλλαγών. Οι Αμερικανοί επιδιώκουν σταθερότητα, συνέπεια και προβλεψιμότητα. Είναι εξαιρετικά σημαντικό για μια σοβαρή χώρα, πόσο μάλλον την υπερδύναμη, να χαράζει μακροπρόθεσμα σχέδια.
Στην Ουάσιγκτον, όπως και σε όλες τις μεγάλες πρωτεύουσες, το βλέμμα δεν είναι στραμμένο μόνο στις κυβερνήσεις, αλλά και σε άλλες πολιτικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να ξαναβρεθούν σε θέσεις εξουσίας. Και εδώ θεωρούν πως παρά την αντιπαράθεση στο εσωτερικό, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης, ακόμη και αν δεν ταυτίζονται πλήρως, κινούνται στην ίδια γραμμή. Και αυτή η αποτίμηση διευκολύνει τη χάραξη μακροπρόθεσμων σχεδιασμών σήμερα. Το επιβεβαιώνει η αναβάθμιση της Σούδας. Υπό αυτό το πρίσμα θα προχωρήσει και η διαδικασία για την προμήθεια των F-35.
Η συνεργασία με το Ισραήλ αποτελεί άλλη μία σημαντική παράμετρο που έχει αλλάξει την εικόνα της Ελλάδας. Και εδώ αποτιμάται το στοιχείο της συνέχειας: από τον Παπανδρέου και τον Σαμαρά μέχρι τον Τσίπρα και τον Μητσοτάκη, η Ελλάδα τα τελευταία 12 χρόνια αποδεικνύει στην πράξη ότι έχει κάνει μια μακροπρόθεσμη, ιδεολογικά αποφορτισμένη, στρατηγική επιλογή.
Πολύ σημαντική παράμετρος είναι ο ρόλος της ελληνοαμερικανικής κοινότητας. Αρκετοί αμφισβητούν τον βαθμό στον οποίο ανταποκρίνεται απολύτως στην πραγματικότητα. Ωστόσο, λαμβάνεται υπόψη.
Επίσης, είναι σαφές ότι, έστω κι αργοπορημένα, η Αθήνα αρχίζει να αντιλαμβάνεται την αυτονομία του Κογκρέσου, την ισχύ και επιρροή της Βουλής και της Γερουσίας στην υιοθέτηση πολιτικών και στην υπερψήφιση νόμων. Στο πλαίσιο αυτό είναι εξαιρετικά θετικό ότι η νέα εικόνα της Ελλάδας δεν έχει κομματικό πρόσημο στις ΗΠΑ. Αποτελεί κοινή διαπίστωση Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών. Ενδεχόμενη αλλαγή στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία στο ένα ή και στα δύο νομοθετικά σώματα δεν «απειλεί» την εδραιωμένη στρατηγική σχέση των δύο χωρών.
Μια τελευταία παρατήρηση. Είναι λάθος να βλέπει κανείς την αναβάθμιση της Ελλάδας ως τη μία όψη ενός νομίσματος, όπου η άλλη είναι η υποβάθμιση της Τουρκίας. Αυτό δεν ισχύει. Υπάρχουν τριβές μεταξύ Ουάσιγκτον και Άγκυρας λόγω των S-400, όπως και για τις ενστάσεις στην ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, αλλά η διαμορφωθείσα εδώ και δεκαετίες στρατηγική αποτίμηση στη γραφειοκρατία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου –όλο και λιγότερο στα think tanks– παραμένει ότι η Τουρκία διαδραματίζει κομβικό ρόλο στην περιοχή και σε κάθε περίπτωση «δεν πρέπει να χαθεί». Όπως έλεγε πρόσφατα κορυφαίος Αμερικανός διπλωμάτης, «θέλουμε την Τουρκία προσδεδεμένη στη Δύση. Κανείς δεν θέλει, ούτε εσείς ούτε εμείς, να εξελιχθεί σε ένα νέο Πακιστάν».
Πηγή: Καθημερινή