Κώστας Καλλίτσης
Ακούω τις παροτρύνσεις πολλών πολιτικών προς επιχειρηματίες να δίνουν υψηλότερους μισθούς. Καλώς. Αλλά, το πολιτικό προσωπικό της χώρας, αν εννοεί αυτά που λέει, όφειλε να δίνει το παράδειγμα (αν όχι προνομιακής, όπως πολλοί πιστεύουμε ότι θα ήταν το σωστό) της ισότιμης μεταχείρισης της μισθωτής εργασίας. Πράττει, όμως, το ακριβώς αντίθετο. Παράδειγμα, η φορολογική πολιτική. Ίσως είναι η πιο σκληρά ταξική φορολογική πολιτική στον ΟΟΣΑ: με τους φόρους εισοδήματος ευνοεί, με απλοχεριά που σπανίως συναντάς στον υπόλοιπο κόσμο, το εισόδημα από κέρδη, ενώ επιβαρύνει σκανδαλωδώς το εισόδημα από μισθωτή εργασία –ακόμη περισσότερο αν συνυπολογιστούν η άνιση επιβάρυνση από ΦΠΑ, άλλους έμμεσους φόρους και ασφαλιστικές εισφορές.
Οσον αφορά τη φορολογική μεταχείριση των κερδών, δύο στοιχεία εντυπωσιάζουν σε πρώτη ανάγνωση. Πρώτο, ο φορολογικός συντελεστής 5% στα εισοδήματα από μερίσματα (δηλαδή στα διανεμόμενα κέρδη) είναι ο δεύτερος χαμηλότερος στις χώρες του ΟΟΣΑ, πιο χαμηλά είναι μόνο ο συντελεστής που ισχύει στη Λετονία – είναι μηδενικός. Δεύτερο, στην κατάταξη με κριτήριο τη συνολική φορολογία των κερδών (διανεμόμενων και μη) η Ελλάδα είναι μόλις τέταρτη από το τέλος – μικρότερη ισχύει μόνο σε Εσθονία, Ουγγαρία και Λετονία. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΟΟΣΑ, ο φορολογικός συντελεστής κερδών, μεσοσταθμικά, είναι 59% στη Ν. Κορέα, 57% στην Ιρλανδία, 55% στον Καναδά και τη Δανία, 51% στη Γαλλία, 50% στην Πορτογαλία, 48% στη Γερμανία και μόνο 25,9% στην Ελλάδα.
Αυτός ο μεσοσταθμικός συντελεστής στην Ελλάδα προκύπτει από τον συντελεστή με τον οποίο φορολογούνται τα μη διανεμόμενα κέρδη (22%) συν τον συντελεστή της φορολογίας μερισμάτων (5%) –που ήταν 15% έως την άνοιξη του 2019, τον μείωσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στο 10% και, στη συνέχεια, η κυβέρνηση της Ν.Δ. στο 5%. Αν κριτήριο ήταν η ενίσχυση των επιχειρήσεων, θα μπορούσε να μειωθεί, έστω, η φορολογία των μη διανεμομένων κερδών – η οποία βρίσκεται ελαφρά κάτω από τις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ. Αλλά ο στόχος δεν είναι η ενίσχυση των επιχειρήσεων: στόχος του Έλληνα νομοθέτη στη χώρα μας είναι να ενισχυθεί ο πλούτος, τα εισοδήματα από κέρδη. Γι’ αυτό, καθ’ ημάς φορολογούνται τα μερίσματα με 5%, ενώ στην Ιρλανδία με 51%, στη Ν. Κορέα με 44%, στη Δανία με 42%, στη Βρετανία και τον Καναδά με 39% και ούτω καθεξής.
Η χαμηλή φορολόγηση θα είχε λογική αν ίσχυε γενικά. Ισχύει μόνο για τα κέρδη. Αντιθέτως, το εισόδημα από μισθωτή εργασία φορολογείται άγρια, με 28% πάνω από 20.000, με 36% πάνω από 30.000 και με 44% πάνω από 40.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα – η επιβάρυνση, στα αλήθεια, είναι πολύ μεγαλύτερη γιατί η μισθωτή εργασία επιβαρύνεται από υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές, που δεν υπάρχουν για ελεύθερους επαγγελματίες και εισοδηματίες μερισμάτων. Δευτερογενής συνέπεια αυτής της πολιτικής είναι ότι όποιος μπορεί «στήνει» μια εταιρεία: έτσι, πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες δηλώνουν μικρό μισθό και εισπράττουν τα επιπλέον ως μερίσματα μιας Ο.Ε. ή ΙΚΕ, πληρώνοντας τους αναλογούντες μικρότερους φόρους. Κι επειδή η δημόσια κουβέντα καθ’ ημάς περιστρέφεται γύρω από τη μείωση των φόρων (με πρόδηλο στόχο να μειωθούν οι δαπάνες για το –ισχνό– κοινωνικό κράτος), μια παρένθεση – έτσι, πες, για να σπάει η μονοτονία: δεν θα ήταν λογικό και αναγκαίο σε τόσο δύσκολους για την πατρίδα μας καιρούς, να αυξηθεί η φορολογία των μερισμάτων; Δεν θα ήταν λογικό και αναγκαίο σε καιρούς πληθωρισμού, που ραγδαία διαβρώνει τα εργατικά εισοδήματα, να μειωθεί η φορολογία εισοδημάτων από μισθωτή εργασία; Τέλος, ένας συνδυασμός των δύο: δεν θα ήταν λογικό και δίκαιο να σταματήσουν οι διακρίσεις και τα εισοδήματα, ανεξάρτητα από την πηγή προέλευσής τους (κέρδη, νοίκια, εργασία) να φορολογούνται με μια κοινή φορολογική κλίμακα; Με ίδιο συντελεστή για ίσα εισοδήματα;
Πηγή: Καθημερινή