Κώστας Καλλίτσης
Πώς θα µπορούσε να δημιουργηθεί πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος για να ενισχυθούν τα οικονομικά αδύναμα νοικοκυριά; Μια αυτονόητη απάντηση είναι με την επιβολή διαφάνειας και την άσκηση ελέγχου στις δαπάνες και, μάλιστα, σε μεγάλα κονδύλια όπως οι δαπάνες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης: Σύμφωνα με τον νόμο, θα έπρεπε να συντάσσονται ετήσιοι ισολογισμοί και να ελέγχονται. Στην πράξη επικρατεί χάος, απευθείας αναθέσεις και σπατάλη. Εχει προταθεί ένα απλό μέτρο-ανάχωμα στην αυθαιρεσία: Να υποχρεωθούν δήμαρχοι/περιφερειάρχες να δημοσιοποιούν μια απλή λίστα με τις επιδοτήσεις που παίρνει κάθε Τ.Α., τους ίδιους πόρους της, τον αριθμό των μισθοδοτούμενων και σε ποια θέση εργάζεται καθένας. Θα ήταν μια στοιχειώδης λογοδοσία, ικανή να συγκρατήσει τα φέουδα και να περιορίσει τις σπατάλες. Η ιδέα κυκλοφόρησε και απορρίφθηκε – για να μη στενοχωρηθούν οι τοπικοί άρχοντες. Ανάλογα φαινόμενα υπάρχουν στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Το ΕΣΥ, χάρη στο ιατρικό-νοσηλευτικό προσωπικό, έμεινε όρθιο στη σκληρή δοκιμασία της πανδημίας και θα έπρεπε να ενισχυθεί και να προετοιμάζεται για ανάλογες δοκιμασίες αύριο. Πυρήνας μιας τέτοιας προσπάθειας, η επίλυση του διοικητικού προβλήματος: Το σύστημα χρειάζεται διοικήσεις υψηλών προδιαγραφών! Ετσι θα μπορέσει να βρει πόρους, να αναπτυχθεί σε νέες υπηρεσίες, να κερδίσει μεγάλο μέρος από τη δαπάνη της ιδιωτικής ασφαλιστικής αγοράς. Δυστυχώς το πνίγει ο κομματισμός, με δευτερογενείς συνέπειες την πολυδιάσπαση των προμηθειών, τις απευθείας αναθέσεις, τα πλέγματα κομματικών/πελατειακών εξαρτήσεων.
Τελικά, ενώ οι ανάγκες είναι τόσο μεγάλες, συζήτηση με θέμα τον εξορθολογισμό/εξοικονόμηση δαπανών και την παραγωγή νέων, λειτουργικών εσόδων από το Δημόσιο απλώς δεν διεξάγεται. Ακόμα πιο περιορισμένη είναι η συζήτηση για την εύρεση νέου δημοσιονομικού χώρου μέσω αύξησης των φορολογικών εσόδων, με τον περιορισμό της φοροαποφυγής και, κυρίως, με την πάταξη της φοροδιαφυγής. Σε προηγούμενες 10ετίες, ο πόλεμος κατά της φοροδιαφυγής ήταν στη σημαία των προσπαθειών δημοσιονομικής ανόρθωσης. Τα τελευταία χρόνια η λέξη φοροδιαφυγή έχει μπει, λες, στις λέξεις που πρέπει να αποφεύγονται. Το πολιτικό προσωπικό αποφεύγει να μιλήσει γι’ αυτήν – κάνετε ένα γκουγκλάρισμα στο Διαδίκτυο τώρα και παλαιότερα. Μιλάει για μειώσεις φόρων, αυτή είναι η μόδα – που δεν θα μακροημερεύσει.
Μέσα στο γενικό κλίμα χαλάρωσης, όταν μοιράζονται λεφτά αδιακρίτως, και σε φοροφυγάδες (αποσυνδέοντας τις ενισχύσεις από τον δηλωμένο τζίρο και δίνοντάς τες ως βοήθεια για ενοίκιο, φως, νερό, τηλέφωνο, λειτουργικά έξοδα), όταν χαρίζονται 6 δισ. ευρώ (πολλά από τα οποία έγιναν καταθέσεις, πολυτελή αυτοκίνητα και αγορές ακινήτων) και παρέχονται κρατικές εγγυήσεις στις τράπεζες για να δανειοδοτήσουν μαγαζιά που δεν θα τα δάνειζε καμία τράπεζα στον κόσμο (παρεμπιπτόντως, αν αυτά τα είχε κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχαν σηκωθεί οι πέτρες όλης της επικράτειας να τον πλακώσουν…), ε, τότε η μάχη κατά της φοροδιαφυγής δεν στέκει να είναι σε πρώτο ή δεύτερο πλάνο – δεν ταιριάζει με το περιβάλλον. Από μια άλλη άποψη, όμως, ο πόλεμος στη φοροδιαφυγή θα έπρεπε να έχει απόλυτη προτεραιότητα.
Γιατί, αναζητώντας δημοσιονομικό χώρο, ένα ζήτημα είναι ότι μεγάλο μέρος του ξοδεύτηκε, κι ένα άλλο είναι ότι υπάρχουν μεγάλα περιθώρια να βρεθεί πρόσθετος: (α) Είμαστε στους πρωταθλητές της φοροδιαφυγής, έχουμε τον 3ο υψηλότερο συντελεστή ΦΠΑ στην Ευρώπη, αλλά είμαστε η 15η χώρα με κριτήρια τα έσοδα του ΦΠΑ ως ποσοστό του ΑΕΠ, (β) είμαστε η 2η με κριτήριο την απώλεια εσόδων του: Τα οφειλόμενα, αλλά ανείσπρακτα έσοδα του ΦΠΑ ανέρχονται σε περίπου 5,4 δισ. ευρώ ετησίως. Άρα, δημοσιονομικός χώρος θα βρεθεί, αν καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή. Έτσι θα μπορούσαν να μειωθούν οι συντελεστές ΦΠΑ, που –πάνω στις διαρκώς αυξανόμενες τιμές– φέρνουν περισσότερα λεφτά στα κρατικά ταμεία, τσακίζοντας τα γνωστά υποζύγια.
Πηγή: Καθημερινή