Μαρία Κατσουνάκη
Ακόμη και αν το πρόσωπο της κ. Αικατερίνης Σακελλαροπούλου φορτώθηκε πολλές ερμηνείες, συμβολισμούς και, ενδεχομένως, εξιδανικεύσεις, ένα είναι βέβαιο: η ανακούφιση και αποδοχή που ακολούθησε από τις πρώτες κιόλας ώρες της ανακοίνωσης του ονόματός της. «Αν με την επιλογή της νέας Προέδρου ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήθελε προπάντων να δείξει ότι η χώρα γυρίζει σελίδα, τότε πέτυχε τον στόχο του», είναι η αρχή του κειμένου του συνταγματολόγου Ν. Κ. Αλιβιζάτου, που δημοσιεύτηκε προχθές στα «Νέα». Και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, εξάλλου, τη χαρακτήρισε «σύμβολο της νέας εποχής».
Η νέα Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δικαστικός, από το φθινόπωρο του 2018 τοποθετήθηκε πρόεδρος του ΣτΕ, από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, γεννημένη στη Θεσσαλονίκη το 1956, περιγράφεται, από όσους τη γνωρίζουν, ως άνθρωπος που ταξιδεύει πολύ, διαβάζει λογοτεχνία, βλέπει εκθέσεις, είναι ενεργή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Χωρίς να παρασύρεται σε υπερβολές, πιστεύει στα δικαιώματα του ανθρώπου και είναι ευαίσθητη στα παράπονα των μειονοτήτων, όταν αυτές αδικούνται», επισημαίνει ο κ. Αλιβιζάτος. Οσο για τη στάση της, από την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών έως την επένδυση στις Σκουριές ή τον νόμο για την ιθαγένεια των παιδιών των νόμιμων μεταναστών, βρέθηκε στη σωστή και δίκαιη πλευρά της ιστορίας. Αποφάσιζε κάθε φορά προτάσσοντας κρίση και διεισδυτικότητα, μακριά από τα «μικρά της πολιτικής».
Γενικώς: ό,τι γράφεται και ό,τι συζητείται δημόσια για την κ. Σακελλαροπούλου αναδίνει μια, καλώς εννοούμενη, «κανονικότητα». Εναν άνθρωπο –για να απομακρυνθούμε και από τις ευκολίες του «επιτέλους» γυναίκα– που σπούδασε στην Ελλάδα, στη Νομική Σχολή Αθηνών, και ύστερα εργαζόμενη με συνέπεια ανέρχεται σιγά σιγά την κλίμακα του δικαστικού σώματος. Ούτε Χάρβαρντ ούτε Οξφόρδη, εκτός από ένα χρόνο που παρακολούθησε μαθήματα Συνταγματικού και Διοικητικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, Paris II. Με το προφίλ της στηρίζει την αριστεία στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση αλλά και την αξιοκρατική προσπάθεια, που χρειάζεται χρόνο αλλά ανταμείβεται. Και για να μην παρεξηγηθούμε, δεν ενέχει καμία ειρωνεία το «ούτε Χάρβαρντ ούτε Οξφόρδη». Απλώς, το βιογραφικό της κ. Σακελλαροπούλου δηλώνει ότι και εντός της χώρας μπορεί κάποιος επιστήμονας να βρει τον βηματισμό του.
Η μεσαία αστική τάξη από την οποία φαίνεται να προέρχεται –ο πατέρας της ήταν επίσης δικαστικός– αντανακλά τις απολεσθείσες αξίες του μέτρου, της προκοπής, της σοβαρότητας. Οχι του γρήγορου και απροσδιόριστου πλουτισμού, της αρπαχτής, της καμουφλαρισμένης λαμογιάς, της λουστραρισμένης επιφάνειας, του θορυβώδους τίποτα. Εχει κάτι ευπρόσδεκτα καθησυχαστικό η επιλογή της κ. Σακελλαροπούλου, και όχι μόνο γιατί έτυχε ευρείας πολιτικής συναίνεσης. Αλλά γιατί μαζί της έρχεται στην επιφάνεια μια Ελλάδα μάλλον παραγκωνισμένη. Εάν εμπίπτει στη διαδικασία «ανάδειξης σε κορυφαία αξιώματα προσώπων από ένα ευρύτερο κοινωνικό και ιδεολογικό φάσμα» (όπως διαδίδεται από το πρωθυπουργικό περιβάλλον) θα φανεί. Προς το παρόν, λειτούργησε αποσυμπιεστικά, εξισορροπητικά και, κυρίως, ως παράδειγμα.
Το «πρότυπο» που δεν προσομοιάζει στο ανέφικτο. Ζει ανάμεσά μας (για την ακρίβεια στο Μεταξουργείο), η καθημερινότητά της δεν διαφέρει από πολλών άλλων ανθρώπων, αγαπάει τους φίλους της και δεν διστάζει να βουρκώσει δημόσια για την απώλειά τους (Σταύρος Τσακυράκης), δεν προστρέχει στην τέχνη για επικοινωνιακούς λόγους αλλά από επιλογή και ανάγκη, δηλώνει φιλόζωη και περιβαλλοντικά ευαίσθητη. Και όλα αυτά, υπάρχουν ως χαρακτηριστικά, μαρτυρούνται από διαδικτυακές αναρτήσεις και συνοδοιπόρους της, δεν επινοούνται ως προφίλ εκ των υστέρων, για να εμπλουτίσουν «φτωχά» βιογραφικά.
Εκτός από την πολιτική ανάλυση, για τα δεδομένα και το στίγμα της επιλογής της, παράλληλα, μπορεί κανείς να «διαβάσει» και μια ανθρωπολογική προσέγγιση. Ενα παράδειγμα όχι με ηθικολογικές –και γι’ αυτό εύκολα διαβλητές– αναγνώσεις. Αλλά με όρους μιας πραγματικής αλλαγής που ξεβολεύει. Η κ. Σακελλαροπούλου δεν είναι πολιτικός ούτε κατάγεται από οικογένεια πολιτικών. Πορεύθηκε με την εξάρτυση που επέλεξε και στερέωσε σε βάθος χρόνου, μέσα στο δικό της επιστημονικό πεδίο. Η επιλογή της για το ύπατο αξίωμα αναδεικνύει δυνάμεις αναγκαίες για το επόμενο βήμα της χώρας.
Πηγή: Καθημερινή