Τάκης Θεοδωρόπουλος
Δέκα χρόνια πέρασαν από τότε που το ελληνικό κράτος αναγκάστηκε να ομολογήσει την πτώχευσή του. Δέκα χρόνια ανασφάλειας στα όρια του πανικού, διχασμών, καβγάδων, δέκα χρόνια φθοράς. Λογικό, θα μου πείτε. Τι άλλο να περιμένει κανείς από την κρίση. Ειδικά από μια φοβισμένη κοινωνία που έχει υπογράψει συμβόλαιο αναξιοπιστίας με τους θεσμούς της και αρνείται να αναλάβει την ευθύνη των πράξεών της. Τίποτε καλύτερο από τον φόβο που μεταμορφώνεται σε θυμό και φωνάζει για να κρυφτεί. Πέσαμε στην κακοκαιρία μ’ ένα σαράβαλο σκαρί και όσοι σώθηκαν αρπάχτηκαν απ’ τα κούτσουρα του ναυαγίου για να σωθούν. Πτωχεύσαμε χωρίς να καταλάβουμε το πώς και το γιατί, και δέκα χρόνια μετά δεν έχουμε ακόμη καταλάβει. Μας έφτασε η υπερκατανάλωση των -ισμών που την αποκαλέσαμε σκέψη γιατί φοβόμαστε τη σκέψη. Η σκέψη οδηγεί σε ανάληψη ευθύνης. Μας δίνουν εύσημα για την αντοχή μας, μας λυπούνται, μας χλευάζουν και μας φτάνει η οργή για τον χλευασμό. Από απόψεις να φάν’ κι οι κότες. Η σκέψη λείπει.
Αισιοδοξούμε, σχετικά εννοείται, διότι μας λένε ότι αργά αλλά σταθερά επανερχόμαστε στην κανονικότητα. Απόδειξη ότι οι οίκοι αξιολόγησης μας δίνουν καλό βαθμό. Απόδειξη επίσης ότι το κέντρο της Αθήνας διαλύεται τουλάχιστον άπαξ εβδομαδιαίως από διαμαρτυρόμενους παλαιοημερολογίτες συνδικαλιστές και αλληλέγγυους. Τα προϊόντα ανακύκλωσης που γέννησαν τα χάλκινα χρόνια όπως ο Βαρουφάκης εξακολουθούν να μας απασχολούν. Οπως μας απασχολεί η σημασία του «Οχι» ή της μπούρδας που τη λέμε διαμαρτυρία. Και βέβαια δεν τολμούμε να ομολογήσουμε ότι αυτό που μας φοβίζει περισσότερο δεν είναι ούτε το καθεστώς της ανομίας ούτε το σαράβαλο της δημόσιας διοίκησης – ένα παλιό όχημα που κινδυνεύει να διαλυθεί και γεμίζει τον αέρα με καυσαέριο. Αυτό που μας φοβίζει περισσότερο είναι ότι δεν ξέρουμε ποια είναι η θέση μας στον κόσμο μας. Και δεν εννοώ τη γεωπολιτική θέση. Εννοώ την «αρετή» μας, με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης, δηλαδή τις δυνατότητες του οργανισμού μας, τη δυναμική της ελληνικής κοινωνίας.
Ας μη γελιόμαστε. Είμαστε μια φοβισμένη κοινωνία διότι στην πραγματικότητα ξέρουμε καλύτερα απ’ όλους την αδυναμία μας να παράγουμε πλούτο. Ή, με άλλα λόγια, την αδυναμία μας να παράγουμε νέτα σκέτα. Καταναλώνουμε, ακόμη και την Ακρόπολη, χωρίς να προσθέτουμε υπεραξία. Το μεγάλο μας οχυρό είναι η εθνική μας κλάψα. Απ’ τα τραγούδια ώς την εμπορική κίνηση. Τα πρότυπα που αναδεικνύει η δημόσια ζωή επιβεβαιώνουν την αδυναμία μας. Η μετριοκρατία ξεπέφτει σε γελοιοκρατία. Η μόνη προοπτική είναι η επιστροφή όσων έφυγαν αυτά τα χρόνια. Εχοντας ζήσει στον κανονικό κόσμο, έχοντας απαλλαγεί από τους φόβους τους, μπορούν να γίνουν ο μοχλός που θα σπάσει την καταθλιπτική αδράνεια και την ανία μας.
Πηγή: Καθημερινή