Γιάννης Μαρίνος
Οι αυστηρές επικρίσεις που προκάλεσε η απόπειρα εσπευσμένης αλλαγής στην ηγεσία του Αρείου Πάγου από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μου θύμισαν την, πριν από 37 χρόνια, σχετική κριτική που είχα ασκήσει αρθρογραφώντας στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» (*). Εγραφα λοιπόν τότε και επαναλαμβάνω και σήμερα:
«Κάθε φορά που πρέπει να αλλάξει η ηγεσία της Δικαιοσύνης, η εκάστοτε κυβέρνηση φροντίζει, με απόλυτα νόμιμες διαδικασίες και επικαλούμενη πάντα αξιοκρατικά κριτήρια, να προβαίνει στη σχετική επιλογή. Και κάθε φορά η εκάστοτε αντιπολίτευση διατυπώνει υπαινιγμούς ή ανοιχτές κατηγορίες ότι η επιλογή αυτή γίνεται με τρόπο που εξυπηρετεί περισσότερο την κυβέρνηση παρά την αξιοκρατία. Φρονούμε ότι δεν θα έπρεπε το Σύνταγμα και η νομοθεσία να επιτρέπουν αυτήν την επέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στη δικαστική. Γιατί έτσι το δικαίωμα αυτής της επιλογής, έστω κι αν επικεντρώνεται στους αντικειμενικά άριστους δικαστές, επιτρέπει σε πολλούς την εύλογη υπόθεση ότι η κάθε κυβέρνηση επιλέγει εκείνους που θα την εξυπηρετούν καλύτερα. Και επειδή, όπως κάθε εξουσία, και οι κυβερνήσεις έχουν την τάση να αυθαιρετούν και να παρανομούν, θεωρείται ότι με τις επιλογές αυτές προσβλέπουν στην επιείκεια, κατανόηση ή ακόμα και «συνεργασία» των δικαστών που εκείνοι διάλεξαν για ηγεσία της τρίτης συντεταγμένης εξουσίας.
Η δικαστική εξουσία, που είναι μία από τις τρεις ισότιμες και ανεξάρτητες εξουσίες (που προβλέπει το Σύνταγμα), έχει αυτή τη δύναμη στα δημοκρατικά πολιτεύματα ακριβώς για να εμποδίζει και να αχρηστεύει τις αυθαιρεσίες των άλλων δύο εξουσιών (νομοθετικής και εκτελεστικής). Οταν όμως στερείται του δικαιώματος της εκλογής της ηγεσίας της, χωρίς παρέμβαση των άλλων εξουσιών, τότε δεν κλονίζεται και η εμπιστοσύνη στην απόλυτη ανεξαρτησία της; Χωρίς να υπαινισσόμαστε πως οι πρόσφατες εκλογές ανώτατης δικαστικής εξουσίας δεν ήταν οι αξιοκρατικότερες, φρονούμε ότι ο νομοθετημένος τρόπος επιλογής, αλλά και οι κάθε φορά δηλώσεις κυβερνήσεως και αντιπολιτεύσεως με θετικούς ή αρνητικούς πολιτικούς χαρακτηρισμούς για τα επιλεγέντα ή παραμερισθέντα πρόσωπα, δεν είναι ο καλύτερος για το κύρος της Δικαιοσύνης και την απόλυτη εμπιστοσύνη στην ανεξαρτησία της. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι και το δικαστικό σώμα απαρτίζεται από ανθρώπους που εκτίθενται, όπως και όλοι εμείς οι άλλοι, σε πειρασμούς και παρασύρονται από ανάλογες αδυναμίες. Ακριβώς γι’ αυτό δεν θα έπρεπε να δίνεται έτσι λαβή για άσκηση κριτικής σε βάρος τους. Οταν άγιοι δεν απαντώνται ούτε στο σώμα των κληρικών, θα ήταν υπερβολικό να έχουμε τέτοιες απαιτήσεις από τους δικαστές. Γι’ αυτό ούτε το δικαίωμα ούτε η πρακτική των επεμβάσεων των άλλων εξουσιών θα έπρεπε να υπάρχουν.
Είναι απόλυτη ανάγκη να διατηρηθεί αλώβητη στο βάθρο της η Δικαιοσύνη. Για να υπάρχει και η εμπιστοσύνη και η ελπίδα σ’ αυτήν, οσάκις οποιοσδήποτε πολίτης θεωρεί ότι αδικείται από τους πιο ισχυρούς της χώρας, που στα σύγχρονα κράτη είναι οι κυβερνήσεις».
Αυτά έγραφα πριν από 37 χρόνια. Και έκτοτε τίποτα δεν έχει αλλάξει, μολονότι είναι η ευκαιρία με την επόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος.
(*) Περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου «Για μια αλλαγή στο καλύτερο», εκδόσεις Παπαζήση, 1983.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ