Μιχάλης Τσιντσίνης
Το σκάφος του Λιμενικού δεν πήρε «κούρσα» τον Σίμο Κεδίκογλου. Ο βουλευτής Ευβοίας της Ν.Δ. διόρθωσε το αρχικό του, απαράμιλλα αυτοκαταγγελτικό, τουίτ. Το Λιμενικό «περιπολούσε», όταν, από ένα χάδι της τύχης, έπεσε επάνω στον βουλευτή και τον πέταξε στη Μύκονο, παρότι έπνεαν άνεμοι οκτώ μποφόρ. Αλλωστε, τι είναι το Τήνος – Μύκονος; Μια γκαζιά.
Η «διόρθωση» δεν διόρθωσε την αρχική εντύπωση – ότι ένας κυβερνητικός βουλευτής θεωρεί τόσο φυσικό να έχει στη διάθεσή του τα δημόσια μέσα, ώστε να το διατυμπανίζει ο ίδιος.
Η αλήθεια είναι ότι όσοι κατήγγειλαν τον Κεδίκογλου για τη βιασύνη του να επιστρέψει πειρατικώς στη φλεγόμενη εκλογική του περιφέρεια, θα ήταν έτοιμοι να τον καταγγείλουν στον ίδιο τόνο εάν είχε αμελήσει να φωτογραφηθεί εγκαίρως στο κάδρο της φωτιάς.
Αυτή την αγωνία –να είναι παντού παρόντες και πάντα «επιτόπου»– τη διακρίνει κανείς σε όλα τα στελέχη της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Η φούρια της εκκίνησης συνδυάζεται με τον ζήλο να μην επαναληφθούν τα λάθη των προηγουμένων. Το ότι σε ορισμένες περιπτώσεις το άγχος της διαφοροποίησης καταλήγει στα αντίθετα αποτελέσματα δεν οφείλεται μόνο στη χειροποίητη επικοινωνιακή τακτική ορισμένων προσώπων.
Μπορεί κανείς να αναγνωρίσει και τα σημάδια ενός παλιού κομματικού ήθους, που αποδεικνύεται πολύ σκληρό για να τιθασευτεί από τις εξαγγελίες για «άλλο πολιτικό πολιτισμό».
Ετσι, τρέχοντας να ξορκίσουν τον λαϊκισμό, ορισμένοι υπουργοί παράγουν περισσότερο λαϊκισμό, υπερεκτιθέμενοι στα media για το πέταγμα της μύγας. Ομοίως, τρέχοντας να αποκαθηλώσουν το πελατειακό κράτος του ΣΥΡΙΖΑ, μαρτυρούν οι ίδιοι πελατειακές έξεις και εξουσιαστική αυτοδικαίωση – του τύπου «μπορεί να μην έχει πτυχίο, αλλά είναι σαν να έχει δέκα».
Δεν είναι τόσο ζήτημα κεντρικού σχεδιασμού. Δεν είναι η κυβέρνηση αμφίθυμη. Είναι «αμφί» κάποιοι από τους χαρακτήρες που τη στελεχώνουν. Είναι οι ίδιοι τόσο έτοιμοι για τον νεωτερισμό όσο δέσμιοι του συστήματος που τους ανέδειξε. Τόσο μεταρρυθμιστές όσο και πολιτευτάκια.
Σε ορισμένους, όλη αυτή η συζήτηση περί νέας και παλαιοκομματικής κουλτούρας ακούγεται σαν τυπολατρική ηθικολογία. Μετράει, λένε, το αποτέλεσμα. Η κυβέρνηση δεν θα κριθεί από τη δραστηριότητα των υπουργών στο τουίτερ ή από την ασήκωτη ελαφρότητα του ενός ή του άλλου βουλευτή, αλλά από τις επιδόσεις της στην οικονομία.
Ισχύει και το αντίστροφο: Επειδή ακριβώς οι αναμετρήσεις της επόμενης πολιτικής σεζόν –της πιο κρίσιμης της τετραετίας– θα χρειαστούν πολιτικό κεφάλαιο, η κυβέρνηση δεν έχει την πολυτέλεια να το σπαταλά. Ιδίως όταν το σπαταλά ξεκούδουνα.
Πηγή: Καθημερινή