Στέφανος Κασιμάτης
Το επισήμανε ο φίλος Τάκης Θεοδωρόπουλος στη στήλη του την περασμένη εβδομάδα και τον ευχαριστώ που ανέδειξε ένα τόσο εξαιρετικού ενδιαφέροντος θέμα. Συγκεκριμένα, στις Πανελλήνιες Εξετάσεις, ζητήθηκε από τους υποψηφίους των επαγγελματικών λυκείων να σχολιάσουν με 100-150 λέξεις το ποίημα της Ιταλίδας Αλντα Μερίνι, απόσπασμα του οποίου είναι και το εξής: «Δεν έχω ανάγκη από χρήματα… Εχω ανάγκη από αισθήματα… από όνειρα που κατοικούν στα δέντρα… Εχω ανάγκη από ποίηση». Μάλιστα, παιδί μου. Εύγε!
Το ποίημα υπερασπίζεται προδήλως την παιδαριώδη, πλην πολιτικώς ορθή, αντίληψη ότι το χρήμα έφερε την καταστροφή στον κόσμο, ενώ η ποίηση σώζει – όπως άλλωστε και ο Χριστός, ο Μαρξ, το Ευαγγέλιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και οι άλλες θρησκείες. (Οτι η τέχνη, προκειμένου να βγει από τα σπήλαια και να γίνει κοινωνικό αγαθό προσβάσιμο σε όλους, προϋποθέτει μιαν ακμάζουσα οικονομική ζωή δεν ενδιαφέρει τους ουτοπιστές, αλλά δεν πειράζει…) Ωστόσο, δεν συμφωνώ απολύτως με την κριτική προσέγγιση του προσφιλούς μου Τάκη, διότι τολμώ να πω ότι διέλαθε την ανάλυσή του ίσως το χρησιμότερο στοιχείο στην εικονοποιία του ποιήματος, χωρίς το οποίο ο αναγνώστης, αλλά και ο εξεταζόμενος, δεν μπορεί να συλλάβει τη βασική ιδέα η οποία αναπτύσσεται στους στίχους του.
Αυτή προκύπτει από τον συνδυασμό του πρώτου στίχου (όπου η ποιήτρια μας λέει ότι δεν έχει ανάγκη από χρήματα) με τον τρίτο (όπου μας λέει ότι έχει ανάγκη από όνειρα που κατοικούν στα δέντρα). Δεν βλέπω τίποτε το αντιφατικό εν προκειμένω, διότι η ποιήτρια αναφέρεται προφανώς στο μυθικό λεφτόδεντρο ή, όπως το λένε στην Πελοπόννησο, χρηματιά. Κατά τον μύθο, τον οποίο πίστεψε και ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να παραδώσει τη χώρα στον ΣΥΡΙΖΑ, η χρηματιά είναι δένδρο αειθαλές στα κλαδιά του οποίου φυτρώνουν χαρτονομίσματα, συνήθως των 50 ευρώ, τα οποία ο καθένας μπορεί να μαζέψει και να χρησιμοποιήσει όπως θέλει. (Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με μια παραλλαγή του μύθου, η προσπάθεια δημιουργίας χρηματιάς των 100 ευρώ προσκρούει εδώ και χρόνια στις αντιδράσεις του κινήματος κατά των μεταλλαγμένων.)
Μπορεί να θεωρώ σαχλή και ρηχή την αντίληψη της ποιήτριας ότι το χρήμα είναι κακό (αντιθέτως, είναι από τις σπουδαιότερες επινοήσεις του ανθρώπου), θαυμάζω όμως την τέχνη με την οποία μας υποβάλλει την ιδέα της χρηματιάς, χωρίς να την αναφέρει ευθέως. Είναι χρήσιμο, πιστεύω, οι νέοι ακόμη και των επαγγελματικών λυκείων να ασκούν τη σκέψη τους στους δρόμους της ποίησης, που έχουν πολλές λακκούβες και χρειάζεται η ικανότητα να κάνεις άλματα, διότι αύριο, όταν θα γίνουν ώριμοι πολίτες, πώς θα μπορούν να καταλάβουν την ποίηση της Βάνας Μπάρμπα; Πώς θα μπορούν, π.χ., να νιώσουν και να καταλάβουν τον παλμό στο κάλεσμά της «να κάνουμε το παλιό ΠΑΣΟΚ ένα μεγάλο ΚΙΝΑΛ»;
ΥΓ.: Αν η Αλντα Μερίνι είναι σύγχρονή μας, δεν θα με εξέπληττε καθόλου αν χαράμισε τα νιάτα της στις Ερυθρές Ταξιαρχίες…
Εξ αποστάσεως
Μπαγιάτικο μεν, αλλά δεν γινόταν να το αφήσω να περάσει, διότι πέραν των άλλων αφορά και την αδυναμία μου, τον Γιούκλιντ Τσαλακώτο. Προ ημερών, ο υπουργός Οικονομικών εκφράστηκε άκρως περιφρονητικά για τον Κλάους Ρέγκλινγκ, τον επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM). Αν τον είχε φοιτητή, είπε, θα τον έκοβε, οι δε υπολογισμοί του Ρέγκλινγκ, για το κόστος της περιόδου Βαρουφάκη, είναι ανοησίες για τον κάλαθο των αχρήστων.
Καταλαβαίνω τη σύγχυσή του, όταν τον φέρνουν αντιμέτωπο με το κόστος της περιόδου εκείνης, διότι ας μην ξεχνάμε ότι και ο Γιούκλιντ είχε την ουρίτσα του χωμένη και, για το μεγαλύτερο μέρος της, στάθηκε δίπλα ή, μάλλον, πίσω από τον Βαρουφάκη, ο οποίος μάλιστα (αν θυμάμαι καλά) τον ευχαρίστησε κιόλας δημοσίως για την πίστη του, αποχωρώντας από την κυβέρνηση. Εκείνο που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί αισθάνεται ότι πρέπει να στήσει ένα επεισόδιο με τον Ρέγκλινγκ, έναν τσαμπουκά και μάλιστα από την ασφάλεια της απόστασης και του τηλεοπτικού στούντιο, τη στιγμή που ποτέ δεν θα τολμούσε να του πει τα ίδια προσβλητικά λόγια κατά πρόσωπο; Αυτός, που μέχρι προχθές ήταν ο αγαπημένος συνομιλητής των ευρωπαϊκών θεσμών, το καλύτερο παιδί, αυτός με τον οποίον συνεννοούνταν περίφημα, ξαφνικά βγάζει γλώσσα και χλευάζει εκείνους με τους οποίους χαριεντιζόταν; Είναι, υποθέτω, η εξάντληση από μια μακρά προεκλογική εκστρατεία, η αγωνία της επερχόμενης ήττας, οπωσδήποτε και η φιλοδοξία του να επηρεάσει την εξέλιξη των πραγμάτων στον ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές.
Επιπλέον, είναι και το γνωστό πρόβλημά του… Πώς να το πω; Το βαθύτερο θέμα του – πώς λέμε, π.χ., «αυτός έχει θέματα», για να μην πούμε «τον βλέπει ψυχίατρος»; Εννοώ αυτό που βλέπουμε να εκδηλώνεται στη μόνιμη νευρικότητα της παρουσίας του, στα τικ, στις απότομες χειρονομίες, στα διάφορα «σπαστικά» που κάνει όταν τον πιάνει. Εννοώ τον θυμό που κουβαλάει μέσα του για τον εαυτό του. Βλέπετε, όπως τον καταλαβαίνω εγώ, ο Γιούκλιντ δεν ένιωθε ποτέ άνετα στον ρόλο του καλού παιδιού (αστική οικογένεια, St. Paul’s, Οξφόρδη κ.λπ.). Πάντα ονειρευόταν τον εαυτό του ως κακό παιδί και, προσπαθώντας να γίνει, το μόνο που κατάφερνε ήταν να γίνεται αστείος. Ετσι έγινε μαρξιστής και τα υπόλοιπα είναι Ιστορία…
Πηγή: Καθημερινή