Ηλίας Μαγκλίνης
Αναγνώστρια, µητέρα παιδιού με αναπηρία, μου απέστειλε το ακόλουθο μήνυμα:
«Την έψαχνα κάθε μέρα. Οταν γύριζε από οποιοδήποτε κέντρο πήγαινε από μικρή, την έψαχνα. Κάθε φορά που έβρισκα μικρές, μεγαλύτερες, αχνές ή σκούρες μελανιές στα χέρια, στα πόδια, στη μέση, άρχιζα να ρωτώ. Κι αφού δεν μπορούσε να μου μιλήσει η ίδια, ρωτούσα τη δασκάλα, τη φροντίστρια, την κοινωνική λειτουργό, την ψυχολόγο, τη διευθύντρια της κάθε δομής. Πώς κι έχει μελανιές η Χ; Επαιρνα διάφορες απαντήσεις. Σκόνταψε σε γωνία, την τσίμπησε άλλο παιδί, κάπως ζουλίχτηκε στο παιχνίδι, δεν ξέρουμε. Ρωτούσα και το άλαλο παιδί μου το ίδιο. Σκοτείνιαζε ή γελούσε. Κι από αυτή τη μορφή του προσώπου της καταλάβαινα αν το χτύπημα ήταν τυχαίο ή κακοποιητικό. Γιατί είναι πολύ εύκολο να βγεις από τα όριά σου με ένα παιδί που δεν σε ακούει, κάνει τα δικά του, σου τραβάει τα μαλλιά, σε δαγκώνει. Μου ήρθαν στον νου όλα αυτά με αφορμή τον παπά. Τα ανάπηρα, μα και τα παραβατικά, ανάπηρα με άλλο τρόπο, αν τα χτυπούσαμε για να τα συνεφέρουμε ή όταν δεν τα αντέχαμε πια, θα ήταν όλα νεκρά απ’ το ξύλο. Θυμήθηκα πως όταν έψαχνα πού να την εγκαταστήσω εσωτερική πια, είχα δει και μια αποδεκτή, ίσως και κάπως προβεβλημένη δομή, που μάλιστα την έχουν φτιάξει γονείς, ευάερη, ευήλια, πολυτελής, φροντισμένη. Κι ύστερα, σε μια στροφή του διαδρόμου, ξεστράτισα μόνη μου απ’ την ξενάγηση και βρέθηκα σε μια μεγάλη αίθουσα γεμάτη παιχνίδια, τραπεζάκια εργασίας, χρώματα, ήλιο. Και κοίταξα αριστερά. Ενα παιδί, αγόρι, ένα ωραίο ξανθό εφηβάκι, καθόταν στο πάτωμα και κουνιόταν μπρος πίσω σ’ ένα ρυθμό που υπαγόρευε ο βαρύς αυτισμός του. Και τότε, κοιτώντας το καλά καλά, πρόσεξα ότι βρισκόταν πίσω από κάγκελα. Ψηλά, χοντρά, ξύλινα, άψογα αισθητικά, φιλικά στο μάτι, αποτρόπαια κάγκελα. Η ξεναγός μου μπήκε τρεχάτη και δεν χρειάστηκε να της πω τίποτα. Την κοίταξα μόνο και μου απάντησε, χρειάζονται τα κάγκελα, γίνονται επιθετικά κάποια παιδιά. Δεν είπα τίποτα, έφυγα άρον άρον, με ρώτησαν αν θα υπογράψω την αίτηση ενδιαφέροντος, ψέλλισα “όχι”. Οχι».
Παραθέτω το μήνυμα (με την άδειά της) διότι η υπόθεση της Κιβωτού δίνει μια ευκαιρία στην πολιτεία να ψάξει. Να ψάξει και αλλού. Να ελέγξει και άλλες δομές, που φιλοξενούν παιδιά με αναπηρίες, παιδιά στο φάσμα του αυτισμού, έφηβους αλλά και ενήλικα άτομα με σοβαρές αναπηρίες. Η πολιτεία οφείλει να ψάχνει όχι μόνο για να ελέγχει που πάει το δημόσιο ή/και ιδιωτικό χρήμα που ενδεχομένως να λαμβάνουν αυτές οι δομές αλλά και τις συνθήκες διαβίωσης, τη συμπεριφορά ιδρυτών και υπαλλήλων. Και, πάνω απ’ όλα, οι έλεγχοι αυτοί να γίνονται συστηματικά και αιφνιδιαστικά. Η θλιβερή, εξοργιστική υπόθεση της Κιβωτού προσφέρει μια ευκαιρία στο κράτος: να ψάχνει τις ζωές και τα σώματα αυτών των ατόμων όπως, ας πούμε, το κάνει αυτή η μάνα κάθε φορά που επιστρέφει το ανάπηρο παιδί της από κάποια δομή.
Πηγή: Καθημερινή