Κώστας Καλλίτσης
Είναι κακό πράγμα τα επιδόματα και η επιδοματική πολιτική; Εξαρτάται. Ας υποθέσουμε ότι σε μια χώρα υπάρχει ένα αρχιπέλαγος πολύ μικρών επιχειρήσεων, που είτε είναι επιχειρήσεις ανάγκης είτε επιβιώνουν με φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή. Επίσης ότι υπάρχουν μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν κακομάθει να δουλεύουν με σκανδαλώδη ποσοστά κέρδους, που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στην Ευρώπη. Και ότι, αίφνης, ξεσπάει μια κρίση που απειλεί να σαρώσει πολλές από αυτές. Σε μια τέτοια κατάσταση, η αναγκαιότητα των επιδομάτων γίνεται, νομίζω, ολοφάνερη. Η ουσία, ωστόσο, της επιδοματικής πολιτικής που θα ακολουθηθεί δεν είναι αυτονόητη. Αυτή μπορεί να είναι συντηρητική ή προοδευτική.
Προοδευτική πολιτική θα ήταν να χρησιμοποιήσεις τα επιδόματα όχι για να στηρίξεις μη βιώσιμες επιχειρήσεις με μη βιώσιμες θέσεις εργασίας, αλλά για να στηρίξεις τους ανθρώπους που δούλευαν σε αυτές. Είτε βοηθάς με αυστηρά κριτήρια όσες από αυτές τις επιχειρήσεις θέλουν/μπορούν να ανασυγκροτηθούν/συγχωνευθούν ώστε να γίνουν βιώσιμες, είτε τις αφήνεις να κλείσουν και στηρίζεις τους εργαζομένους σε αυτές, ώστε να μπορέσουν να επανακαταρτιστούν, χωρίς οι οικογένειές τους να υποστούν σκληρές στερήσεις έως ότου βρουν δουλειά, πιθανώς με καλύτερο μισθό, στο βιώσιμο, δυναμικό τμήμα της οικονομίας.
Τι δεν είναι προοδευτική πολιτική; Δεν είναι να συντηρείς την κερδοσκοπία, ούτε να διασώζεις επιχειρήσεις-σαπάκια στο όνομα της κοινωνικής συνοχής. Είναι να διασώζεις τους ανθρώπους που δούλευαν στα σαπάκια, να βοηθάς να σταθούν όρθιοι αυτοί και οι οικογένειές τους, να είσαι ικανός –ως κυβέρνηση– να διευθύνεις ένα φιλόδοξο σχέδιο αναβάθμισης της θέσης της εργασίας σε μια πιο παραγωγική και ανθεκτική οικονομία.
Αν η επιδοματική πολιτική γίνεται γέφυρα για την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας, για το πέρασμα από το παραδοσιακό, «κομπραδόρικο» μοντέλο των δίδυμων ελλειμμάτων, της δραματικής υπερχρέωσης και της φθηνής εργασίας, σε ένα άλλο, σύγχρονο, με ισχυρότερη παραγωγική βάση (όχι μονοκαλλιέργειες…), με υψηλή παραγωγικότητα και ακριβή μισθωτή εργασία, τότε η κρίση θα μετατρεπόταν, πράγματι, σε μια μεγάλη ευκαιρία.
Αν, αντιθέτως, στο όνομα της στήριξης της κοινωνίας πετάς λεφτά από το παράθυρο με πελατειακά κριτήρια, παρεμποδίζοντας την ανοιχτή εκδήλωση της κεκαλυμμένης, πλην ουσιαστικής χρεοκοπίας πληθώρας δήθεν επιχειρήσεων, και καταναγκάζοντας την εργασία να μένει προσδεμένη σε αυτές, φρενάρεις την οικονομική ανάπτυξη. Κι αν ακόμη, όπως συνήθως συμβαίνει με την άφθονη κρατική στήριξη, προκαλείς μεγέθυνση του ΑΕΠ, αυτή είναι προσωρινή και από τη σκοπιά της ανάπτυξης περίπου αδιάφορη. Τα λεφτά των φορολογουμένων σπαταλήθηκαν – αυτή είναι η ουσία, η χαμένη ευκαιρία.
Βεβαίως, επιδόματα απαιτούνται και σε άλλες, έκτακτες, δύσκολες καταστάσεις, όταν, για παράδειγμα, εκτινάσσονται οι τιμές της ενέργειας. Και εδώ υπάρχουν δύο πολιτικές: Η μία, να ενισχύεις μόνο αυτούς που πράγματι έχουν ανάγκη. Η άλλη, να μοιράζεις λεφτά οριζοντίως, και στους έχοντες και κατέχοντες, με αποτέλεσμα (α) να μένουν λιγότερα λεφτά για τους οικονομικά ευάλωτους και (β) να συνεχίζεται η σπατάλη ενέργειας, αφού αυτοί που πρέπει να περιορίσουν την κατανάλωσή τους –οι κατέχοντες– επιδοτούνται για να μην το κάνουν.
Γιατί, τέλος, άλλο είναι η ενίσχυση των ευάλωτων κι άλλο τα εκλογικά επιδόματα. Οπως, π.χ., το market pass – το επίδομα για αγορά τροφίμων που «δικαιούνται» 8,5 εκατ. Ελληνες. Δεν δείχνει την έκταση της φτώχειας, αλλά την έκταση της φοροδιαφυγής: εδώ και τρία χρόνια μοιράζονται δισ. ευρώ των φορολογουμένων με επιδόματα, χωρίς να έχει γίνει κατορθωτό να μπουν κάποια φίλτρα προκειμένου να αποκλείονται οι φοροφυγάδες – οι «φτωχοδιάβολοι» που δηλώνουν ελάχιστα χιλιάρικα ετήσιο εισόδημα, αλλά διαθέτουν πολυτελή αυτοκίνητα και κατοικίες, χωρίς να τους πιάνει η εφορία. Προς επίρρωση ότι η Ελλάδα παραμένει η χαρά του φοροφυγά, τον επιδοτούμε κιόλας.
Πηγή: Καθημερινή