Κώστας Καλλίτσης
O Κωστής Χατζηδάκης είχε καταλήξει στον πόλεμο κατά της φοροδιαφυγής ως προτεραιότητα, πριν παραλάβει το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Δεν θα ‘ταν εύκολο: είναι μυριάδες οι «πελάτες» του πολιτικού συστήματος που θίγονται – άσε που, αν αρχίσει πόλεμος κατά της φοροδιαφυγής της «μαρίδας», δεν ξέρεις πού μπορεί να φτάσει. Δεν θα ήταν μονόπρακτο: έχουμε τη μεγαλύτερη φοροδιαφυγή στην Ευρώπη, παραοικονομία ίση με το 21% του ΑΕΠ –έναντι 17,8% μέσο όρο στους 27–, η Τράπεζα της Ελλάδος υπολογίζει χονδρικά ότι δεν δηλώνονται 40 δισ. ευρώ, ε, αυτά δεν μαζεύονται μ’ ένα νόμο, μ’ ένα άρθρο, μία δράση, εφάπαξ. Τέλος, ενώ οι αντιδράσεις εκδηλώνονται αμέσως (ήδη άρχισαν τα όργανα…), τα λεφτά στα δημόσια ταμεία φτάνουν σιγά σιγά και αργά.
Εδώ και χρόνια η φοροδιαφυγή έχει πάψει να είναι –καν– μια ευκαιριακή διέξοδος επιβίωσης από αναποδιές, έχει αναδειχθεί σε πυλώνα λειτουργίας της οικονομίας. Ο δακτύλιος εκείνων που πληρώνουν τον φόρο τους πολιορκείται από φοροφυγάδες: όπως πρόσφατα αποκάλυψε η «Κ», το 2021 τα ταξί δήλωσαν μέσο μηνιαίο εισόδημα 310 ευρώ, τα κομμωτήρια 285 ευρώ, οι υδραυλικοί 635 ευρώ, οι οδοντίατροι 675 ευρώ, τα συνεργεία 500 ευρώ κ.λπ. Βεβαίως κάποιοι πληρώνουν τον φόρο που τους αναλογεί, αλλά το 71% των ελεύθερων επαγγελματιών δηλώνει εισόδημα μικρότερο από το βασικό μισθό – είναι οι φτωχούληδες, που η κυβέρνηση τους μοίραζε προεκλογικά επιδόματα, με λεφτά όσων πληρώνουν φόρους.
Από τη σύγκριση του ύψους παραοικονομίας – φοροδιαφυγής και των εσόδων που αναμένεται σε πρώτη φάση να συγκεντρωθούν με τα μέτρα που ανακοινώθηκαν, δικαιολογείται κάποιο αίσθημα απογοήτευσης. Που επιτείνεται, αν συνυπολογιστούν οι πρώτες αντιδράσεις για τα (και όμως, μαχητά!…) τεκμήρια, με κορυφαία την ουσιαστική υπεράσπιση των φοροφυγάδων από τον τομεάρχη της καθ’ ημάς δήθεν Αριστεράς και κάποιες ανάλογες δηλώσεις της ελάσσονος αντιπολίτευσης. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι κάτι ξεκίνησε, ο κίνδυνος είναι η προσπάθεια να αποδυναμωθεί και σιγά σιγά να εξουδετερωθεί, το καλό θα ήταν να ενισχυθεί με νέα μέτρα και ευρύτερες δράσεις. Θα ξεχώριζα τρία μέτωπα:
Το ένα αφορά τους φορολογικούς μηχανισμούς. Είναι ανάγκη να ενισχυθούν, με (α) την ανανέωση του ανθρώπινου δυναμικού τους με νέους και εξοικειωμένους με τις ψηφιακές τεχνολογίες υπαλλήλους και (β) με σύγχρονα ψηφιακά εργαλεία – είναι γλίσχρες οι δαπάνες που γίνονται γι’ αυτά. Θα ήταν χρήσιμο ένα 5ετές ή 10ετές σχέδιο ενίσχυσης της ΑΑΔΕ.
Το δεύτερο αφορά τη φορολογική νομοθεσία. Οι γνώστες του θέματος θα σας πουν ότι η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής συναρτάται (και εν πολλοίς εξαρτάται) από τη συνολική μεταρρύθμιση και απλοποίηση του φορολογικού συστήματος. Από το 2003, πριν από 20 χρόνια, με την Επιτροπή Γεωργακόπουλου, τίποτα δεν έχει γίνει γι’ αυτά. Είναι αναγκαίο να ξεκινήσει μια νέα προσπάθεια.
Το τρίτο αφορά το μήνυμα που στέλνει το κράτος. Η εφορία έχει δικαίωμα να ανοίγει τραπεζικούς λογαριασμούς. Ε, ας το αξιοποιήσει! Ας αρχίσει να ανοίγει λογαριασμούς καθ’ υποτροπήν φοροφυγάδων, κι όπου διαπιστώνει ότι υπάρχει αδικαιολόγητος πλουτισμός (όπως συχνά συμβαίνει…) ας εξαντλείται η αυστηρότητα.
Τέλος, και σημαντικό: Το πρόβλημα της φοροδιαφυγής θα αντιμετωπιστεί ριζικά σε συνάρτηση με την αλλαγή του οικονομικού μοντέλου της χώρας. Το δίλημμα είναι παλιό και στρατηγικό: στήριξη της «ραχοκοκαλιάς» της οικονομίας ή της ακριβής μισθωτής εργασίας, με υψηλή μόρφωση και ποιότητα; Μια (αν και όχι η μόνη) προϋπόθεση για να γίνει το δεύτερο, είναι να αποκτήσουμε περισσότερες ισχυρές επιχειρήσεις. Προς τούτο χρειάζονται γενναία κίνητρα. Μέρος, λοιπόν, των εσόδων από τον σταδιακό περιορισμό της φοροδιαφυγής, θα μπορούσε να επιστρέφεται στις επιχειρήσεις με τη μορφή τέτοιων κινήτρων.
Πηγή: Καθημερινή