Νότης Παπαδόπουλος
Το ανέκδοτο το ξέρετε φαντάζομαι. O Χριστός ήταν –λέει– Ελληνας, επειδή, μεταξύ άλλων πολύ γνωστών ελληνικών χαρακτηριστικών, ζούσε με τους γονείς του έως τα 33 του χρόνια! Λίγο βλάσφημο, αλλά ανέκδοτο είναι. Στοιχεία της Eurostat, που δημοσίευσε την Τετάρτη η «Κ», έδειξαν ότι η Ελλάδα είναι από τις τελευταίες χώρες στην Ευρώπη στη λίστα που καταγράφει την ηλικία κατά την οποία οι νέοι αφήνουν την οικογενειακή εστία. Στη σχετική έρευνα που αφορά άτομα μεταξύ 25 και 34 ετών, ο ελληνικός μέσος όρος σχεδόν αγγίζει τα 30 χρόνια όταν ο ευρωπαϊκός κινείται στα 26. Με τους Σουηδούς και τους Δανούς να φεύγουν από το «πατρικό» περίπου στα 21 τους και τους Ολλανδούς, Γερμανούς, Γάλλους και Βρετανούς πριν από τα 25 τους. Μαζί με τους Ελληνες βρίσκονται οι Ισπανοί, οι Πορτογάλοι και οι Ιταλοί, που κόβουν τον… ομφάλιο λώρο γύρω στα 30 τους.
Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η τάση αυτή των νέων στις μεσογειακές χώρες να αργούν να φύγουν από το σπίτι των γονιών τους έχει να κάνει με τις οικονομικές δυσκολίες του ευρωπαϊκού Νότου σε σχέση με τον πλούσιο Βορρά. Ωστόσο το πιθανότερο που κρατάει τους νέους στο «πατρικό» έως τα «…άντα» είναι μάλλον τα οφέλη της οικογένειας μαζί με την άρνηση των γονιών στον ευρωπαϊκό Νότο να αποχωριστούν τα βλαστάρια τους – αντίθετα με τους Bορειοευρωπαίους.
Θυμάμαι τη συμφοιτήτριά μου στην Αγγλία, την Tζάκι απ’ το Νιούκασλ, η οποία –όπως οι περισσότεροι Βρετανοί– έφυγε από το σπίτι της στα 18 για να πάει στο πανεπιστήμιο σε άλλη πόλη, να μην μπορεί να γυρίσει στο παιδικό της δωμάτιο τα Χριστούγεννα (όπως κάναμε χωρίς συζήτηση οι περισσότεροι Ελληνες φοιτητές). Της είχαν κάνει σαφές οι γονείς της ότι πλέον ενηλικιώθηκε και θα πρέπει να πάρει τη ζωή της στα χέρια της, ξεφεύγοντας από την οικογενειακή φτερούγα.
Στην Ελλάδα, αντίθετα, ισχύει το στερεότυπο της Ελληνίδας μαμάς που περιμένει, όπως στη διαφήμιση, μέσα στο ψυγείο για να δώσει πρωί πρωί φρέσκια πορτοκαλάδα στον κανακάρη της. Δυστυχώς αυτό το «χάιδεμα» της ελληνικής οικογένειας προς τα παιδιά, αλλά και η επιθυμία των γονιών να αποφασίσουν «πριν από μας για μας», έχει αρνητικές συνέπειες στην ωρίμανση των νέων και κάνει ολοένα και πιο δύσκολο να αντιμετωπίσουν κατάματα την πραγματικότητα και να πάρουν αποφάσεις για τη ζωή τους – εκτός κι αν αναγκαστούν.
Αποτέλεσμα, όπως μου ’λεγε ο φίλος μου ο Κώστας, στέλεχος εταιρείας που διαχειρίζεται ανθρώπινο δυναμικό, μεγάλο ποσοστό νέων ανθρώπων που αναζητούν δουλειά να είναι άτομα της ήσσονος προσπάθειας, ανέτοιμα να αναλάβουν ευθύνες, και να περιμένουν ακόμη και στην εργασία τους κάποιοι άλλοι να πάρουν αποφάσεις γι’ αυτά.
Χαρακτηριστικό της εποχής είναι ότι σε μια κοινωνία με 1.000.000 ανέργους και μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, νέοι άνθρωποι να αποφεύγουν επίπονες εργασίες (θυμάστε την περίπτωση του επιχειρηματία που ζητούσε μάταια Ελληνες να μαζέψουν κεράσια) ή θέσεις εργασίας που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση από το σπίτι τους. «Πολύ συχνά προτιμούν να ζουν στο σπίτι των γονιών με το χαρτζιλίκι του μπαμπά παρά να μπουν στον κόπο να κάνουν μια σκληρή δουλειά και να μετακινηθούν στο άλλο άκρο της πόλης για να δουλέψουν», σημειώνει. Το χειρότερο, ενώ είναι γνωστό τοις πάσι πόσο περιζήτητα είναι πλέον τα τεχνικά επαγγέλματα (υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι, ψυκτικοί κ.λπ.), προτιμούν –και υπό την πίεση της οικογένειας που θέλει να βγάλει άλλον έναν επιστήμονα, ας είναι και άνεργος– να προσπαθούν να γίνουν δικηγόροι, οικονομολόγοι ή μαθηματικοί. Γι’ αυτό και όλες οι έρευνες δείχνουν ότι η Ελλάδα είναι από τις χώρες με τους λιγότερους τεχνίτες στην Ευρώπη και σε ποσοστό σχεδόν 50% οι Ελληνες εργοδότες έχουν μεγάλη δυσκολία να βρουν –παρά την τεράστια ανεργία– κατάλληλο προσωπικό σ’ αυτούς του κλάδους.
Το ενδιαφέρον, προσθέτει ο Κώστας, είναι ότι αν τα νέα αυτά παιδιά πιεστούν και αναγκαστούν από τις συνθήκες να δουλέψουν σκληρά, π.χ. για να ζήσουν την οικογένειά τους, ακόμη και να ξενιτευτούν, μεταμορφώνονται σε λαμπρούς επαγγελματίες και σκληρά εργαζόμενους, ιδιαίτερα σε χώρες με ανταγωνιστικά συστήματα εργασίας. Ακούει κανείς;
Πηγή: Καθημερινή