Στέφανος Κασιμάτης
Παρότι ο Τύπος, το marketing και η συγκυρία τούς ταύτισαν, ο Μπουτάρης και ο Καμίνης ήσαν τελικά πολύ διαφορετικοί ως πολιτικοί και χαρακτήρες. Για την ακρίβεια, ο ένας ήταν το αντίθετο του άλλου – τώρα πια μπορούμε να το πούμε, έχοντας δει το αληθινό πρόσωπο του καθενός να αποκαλύπτεται μέσα από τις διαδρομές τους. Περιορίζω τη σύγκριση ειδικά στο πώς ο καθένας τους αντιμετώπισε τη νοσηρή κατάσταση την οποία παρέλαβε στον δήμο του. Οσο και αν ακούγεται σκληρό, είναι πραγματικό ότι ο Μπουτάρης κυνήγησε τον αντίπαλό του μέχρι που τον έστειλε στη φυλακή. Αντιθέτως, ο Καμίνης άφησε τους άλλους να δώσουν τις μάχες του γι’ αυτόν και ο ίδιος απέφυγε συστηματικά να συγκρουσθεί με οποιονδήποτε και οτιδήποτε θα μπορούσε να διακινδυνεύσει τη δημαρχία του. Για τον Μπουτάρη, η δημαρχία ήταν ο σκοπός· για τον Καμίνη, ήταν το μέσον προς κάτι άλλο.
Στον τομέα των λεγομένων καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, ειδικά, η επιλογή του Καμίνη ήταν εξαρχής το «ου μπλέξεις». Από την αρχή, άλλωστε, έγινε φανερό ότι ο κόσμος των τραπεζοκαθισμάτων, που εξαπλώνονταν ραγδαία στο κέντρο της Αθήνας την εποχή της αστακομακαρονάδας, ήταν σκοτεινότερος από όσο μπορούσαμε να φαντασθούμε κρίνοντας από την όψη των μπράβων της νύχτας. Επάνω στον πρώτο ή τον δεύτερο μήνα της δημαρχίας του πρέπει να ήταν, όταν έγινε διάρρηξη στην αρμόδια δημοτική υπηρεσία, με μοναδική λεία τον σκληρό δίσκο με τις άδειες των καταστημάτων. Δεν θυμάμαι να υπήρξε συνέχεια στο γεγονός· μόνον σιωπή και αδράνεια. Οσοι περίμεναν ότι ο Καμίνης θα έβαζε κάποια τάξη στην αχαλίνωτη εξάπλωση τραπεζοκαθισμάτων, μπαρ, δυνατής μουσικής, παρκαδόρων κ.λπ., που σημειώθηκε ιδίως επί δημαρχίας Κακλαμάνη, απογοητεύθηκαν. Η αδυναμία της δημαρχίας Καμίνη στο συγκεκριμένο θέμα ήταν εμφανής σε όλους.
Εντούτοις, επανεξελέγη· εν μέρει επειδή πρόσεχε τις ισορροπίες ώστε να συντηρεί τις συμπάθειες που είχε αποκτήσει, εν μέρει επειδή η Ν.Δ. επέλεξε έναν υποψήφιο για την Αθήνα, τον οποίο λίγους μήνες αργότερα είχαν εγκαταλείψει ώς και αυτοί οι σύμβουλοι του ψηφοδελτίου του. Στη διάρκεια της δεύτερης θητείας του, όμως, η αδυναμία του Καμίνη μπροστά στα συμφέροντα των τραπεζοκαθισμάτων αποκαλύφθηκε πια ως αδιαφορία· διότι ουδέποτε, ούτε επί Κακλαμάνη, είχε υπάρξει παρόμοιο καθεστώς ασυδοσίας, ειδικά στο Κολωνάκι. Η αναισθησία για τις μαφίες της νύχτας, σε συνδυασμό με την απερίγραπτη βρώμα και την επιθετική επαιτεία, μετέτρεψαν την απογοήτευση των κατοίκων του κέντρου σε αίσθημα εξαπάτησης: οι υποστηρικτές του κατάλαβαν ότι τους είχε κοροϊδέψει.
Η εντύπωση της κοροϊδίας εμπεδώθηκε την περίοδο κατά την οποία διεκδίκησε την προεδρία της Υπαρκτής Κεντροαριστεράς (τυπικώς και προσωρινώς, γνωστή και ως «Κίνημα Αλλαγής»). Δεν ήταν, φυσικά, ότι αποκάλυψε πως είχε πάντα «τον πράσινο ήλιο στην καρδιά του» (οι Ελληνες έχουμε κατανόηση για το κουσούρι του άλλου…), όσο ότι επιχείρησε να εξιδανικεύσει την παρακμή της Αθήνας. Με ένα θράσος που μόνον από τον Τσίπρα θα περίμενες, ο Καμίνης, προκειμένου να ενισχύσει την εικόνα του ως αριστερού, παρουσίασε τη ρυπαρότητα, την αναρχία και την ανασφάλεια της αθηναϊκής παρακμής, στην οποία ο ίδιος συνέβαλε με την αδιαφορία του, ως δήθεν έκφραση μια σύγχρονης πρωτεύουσας ανοικτής στα νέα ρεύματα. Η αδιαφορία είχε γίνει πια απροκάλυπτη αναίδεια. Οχι μόνο δεν έδινε δεκάρα ο Καμίνης για την παρακμή, αλλά μάλωνε και τους παλιούς ψηφοφόρους του για τον «μικροαστικό καθωσπρεπισμό» τους. Πώς, λοιπόν, να πείσει ο κακομοίρης, όταν ξαφνικά ανακαλύπτει την κόλαση της οδού Τσακάλωφ;
Η Τσακάλωφ και η δημοσιότητα που δόθηκε στην αθλιότητα της κατάστασής της ήταν η αφορμή του όψιμου ενδιαφέροντός του. Η αιτία ήταν το κενό που νιώθει κάτω από τα πόδια του, καθώς προσπαθεί να περάσει από την αυτοδιοίκηση στη λεγόμενη κεντρική σκηνή. Η διεκδίκηση εκ μέρους του της ηγεσίας της Υπαρκτής Κεντροαριστεράς δεν τον βοήθησε να κατοχυρώσει τη θέση του στον χώρο. Το 13,66%, που έλαβε στον πρώτο γύρο, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση, δεν του εξασφαλίζει τίποτα. Εχει σημασία ότι, αν κουβεντιάσετε με πρόσωπα του ΠΑΣΟΚ, θα διαπιστώσετε ότι μεγαλύτερη ανησυχία τους διακρίνει για τις προθέσεις και την τύχη του Σταύρου Θεοδωράκη, ενώ ο Καμίνης δεν έχει φίλους. Είναι φυσικό, διότι ο Σταύρος έχει ακόμη μια κοινοβουλευτική δύναμη και κάποιον υποτυπώδη μηχανισμό (στο Κολωνάκι έστω…). Η σύμπνοιά τους με τη γραμμή του ΠΑΣΟΚ επηρεάζει τις θετικές προοπτικές. Ο Καμίνης τι προίκα έχει; Εκτός από τις υπέροχες αναμνήσεις των κατοίκων του κέντρου από τη δημαρχία του, εννοείται.
Αυτή είναι η σκοπιμότητα πίσω από το όψιμο ενδιαφέρον του για «τη συνύπαρξη υγιούς επιχειρηματικότητας και ποιότητας ζωής», πίσω από τις υποσχέσεις του για πάταξη της αυθαιρεσίας. Εκτός του ότι πρέπει, τέλος πάντων, να δείξει ότι κάτι κάνει, περιμένοντας να φθάσει το τέλος της θητείας του, ελπίζει κιόλας να φτιάξει και μια εκλογική βάση, ώστε μεθαύριο να πολιτευθεί στην Αθήνα. Πιστεύει ότι μερικές θεαματικές χειρονομίες, κατόπιν εορτής, σε όσους λιγοστούς μήνες τού απομένουν, αρκούν. Είναι όμως πολύ αργά, φοβάμαι. Είναι, ξέρετε, όπως στα ντοκιμαντέρ του Ατενμπορο – τον οποίο στα ελληνικά τον λέμε «Ατένμπορο». Δεν καταφέρνουν όλα τα χελωνάκια να φθάσουν στη θάλασσα, ούτε όλα τα πουλάκια που πέφτουν από τον βράχο καταφέρνουν να πετάξουν…
Πηγή: Καθημερινή