Στέφανος Κασιμάτης
Η μίμηση, έχει πει κάποιος, είναι η ειλικρινέστερη μορφή κολακείας. Υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι έχεις την αυτοπεποίθηση για να το δεις έτσι. Εμείς, πάντως, δεν τη διαθέτουμε· και φαίνεται αυτό από την εξέλιξη του Μακεδονικού.
Πέντε ονόματα διέρρευσαν την περασμένη εβδομάδα και, εφόσον δεν τα διέψευσε ο Μ. Νίμιτς, ισχύουν ως βάση της διαπραγμάτευσης: Νέα Μακεδονία, Βόρεια Μακεδονία, Ανω Μακεδονία, Μακεδονία του Βαρδάρη και Μακεδονία (Σκόπια). Ενώ θα περίμενε κανείς ότι ο δημόσιος διάλογος θα περιστρεφόταν γύρω από την καταλληλότερη επιλογή μεταξύ των πέντε προτάσεων, αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι περισσότεροι υποστηρικτές του «ναι» και, ιδίως, οι πολιτικοί που κινούνται στον κεντρώο και φιλελεύθερο χώρο δεν βγάζουν τσιμουδιά. Αντιθέτως, οι «μακεδονομάχοι» έχουν το πεδίο ελεύθερο και είναι οι δικές τους απόψεις που ακούγονται περισσότερο. Συμβαίνει, επειδή η αποκλειστικότητα της Ελλάδας στο όνομα της Μακεδονίας παραμένει ακόμη ταμπού στη χώρα μας.
Ενώ αυτά συμβαίνουν στο βάθος της υπόθεσης, η ειρωνεία είναι ότι στην επιφάνεια έχουμε μία από τις σπάνιες φορές που όλα τα κόμματα του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου τυπικά συμφωνούν επί του Μακεδονικού – ακόμη και το ΚΚΕ, που δεν το λες και δημοκρατικό. «Εάν χρησιμοποιηθεί ο όρος “Μακεδονία” στην ονομασία της γειτονικής δημοκρατίας», είπε ο γενικός γραμματέας του κόμματος, «θα πρέπει να έχει αυστηρά γεωγραφικό προσδιορισμό και θα πρέπει ταυτόχρονα να δοθεί βάρος σε εγγυήσεις, σε προϋποθέσεις για μια λύση που θα βρίσκεται μακριά από αλυτρωτισμούς […] μακριά από αλλαγές συνόρων».
Επί της ουσίας, η θέση του ΚΚΕ δεν διαφέρει από τις θέσεις της Ν.Δ. ή του αβάπτιστου της Φώφης. Ολοι –κυβέρνηση και αντιπολίτευση, πλην Χρυσής Αυγής– θέλουν σύνθετη ονομασία για όλες τις χρήσεις και τέλος στον αλυτρωτισμό. Η μόνη διαφορά είναι κατά το ύφος, διότι η θέση του ΚΚΕ είναι σαφέστερη: τολμάει να αναφέρεται ρητώς στην ονομασία «Μακεδονία», ενώ τα άλλα κόμματα μιλούν αορίστως για σύνθετη ονομασία. Τώρα όμως που το αόριστο γίνεται συγκεκριμένο και παίρνει εκείνη τη μορφή που πάντα υποψιαζόμασταν, αλλά ήταν ταμπού να τη συζητήσουμε, διστάζουν και το ξανασκέπτονται. Η Ν.Δ. διολισθαίνει προς ένα ψιθυριστό «όχι» και μην αμφιβάλλετε ότι και η Υπαρκτή Κεντροαριστερά (καλύτερο, νομίζω, από το «αβάπτιστο της Φώφης») προς τα εκεί θα κλίνει – ένα μέρος της τουλάχιστον, το πιο ΠΑΣΟΚ.
Εν μέρει, η στάση τους είναι δικαιολογημένη, εξαιτίας της κυβέρνησης, η οποία εξαρχής απέκλεισε την αντιπολίτευση από τις διεργασίες. Και πέραν αυτού, όμως, τόσο η Ν.Δ. όσο και η Υπαρκτή Κεντροαριστερά μετρούν κάθε ψήφο και δεν χαρίζουν καμία. Ο βαθύτερος λόγος της στάσης τους είναι ότι δεν θέλουν να εναντιωθούν, ούτε καν να θίξουν την ανασφάλεια γύρω από την ταυτότητά μας, την οποία έφεραν στην επιφάνεια οι εξελίξεις στο Μακεδονικό. Η ανασφάλεια γεννάει την εσωστρέφεια και αυτή εκδηλώνεται με το αίτημα της αποκλειστικότητας στην «ελληνικότατη Μακεδονία μας», όπως το έθεσε ο Ανθιμος.
Η μεγαλύτερη ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι ο Αλέξανδρος της Ιστορίας θα καταλάβαινε πόσο ειλικρινής κολακεία είναι η μίμηση, διότι τη χρησιμοποίησε και ο ίδιος, όσο πρόλαβε, για την πραγματοποίηση του ονείρου της αυτοκρατορίας του. Το ιστορικό μεγαλείο του Αλέξανδρου ήταν ο κοσμοπολιτισμός του ιμπεριαλιστικού του οράματος – αυτό που παλαιότερα το έλεγαν «ο εκπολιτιστικός ρόλος του». Και τότε, κάποιοι Μακεδόνες, διαβάζουμε στις πηγές, δυσανασχετούσαν με τη συμπεριφορά του, λ.χ., ότι φορούσε για συμβολικούς λόγους ενδύματα τοπικά. Λογικό, αφού δεν είχαν το δικό του όραμα. Πάντως, οι επίδοξοι κληρονόμοι του σήμερα (οι αποκλειστικοί, εννοείται!) την αισθάνονται ως απειλή. Ζήτημα αυτοπεποίθησης…
Πηγή: Καθημερινή