Ανδρέας Σταλίδης
Συγγνώμη κ. πρωθυπουργέ, αλλά ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν όντως ψεύτης. Το ομολόγησε ο ίδιος σε άρθρο του σε διεθνές οικονομικό περιοδικό το 1987. Ίσως εκτός από την εστίαση στη ρητορική του δεινότητα, θα έπρεπε να σας δείξουν και το εν λόγω άρθρο με τίτλο «Αν ο Καπιταλισμός δεν μπορεί, μπορεί ο Σοσιαλισμός;» (New Perspectives Quarterly, Fall 1987) με ζουμερό περιεχόμενο.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου ασκεί σφοδρή κριτική στον μαρξισμό λέγοντας ότι ο κεντρικός σχεδιασμός, ο αυστηρός κομματικός έλεγχος και η γραφειοκρατία στην πραγματικότητα εμποδίζουν την τεχνολογική αλλαγή, και παραδέχεται ότι ένα «σύστημα τιμών» (ελεύθερης αγοράς) κατανέμει τα αγαθά στον καταναλωτή πιο αποτελεσματικά από οποιονδήποτε σχεδιασμό. Βρίσκει στις μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσώφ την αναγνώριση της άποψης ότι οι καπιταλιστικές δομές δεν μπορούν να αγνοηθούν χωρίς (κοινωνικοοικονομικό) κόστος. Υποστηρίζει ότι οι τεχνολογικές επαναστάσεις πηγαίνουν χέρι-χέρι με περιόδους κρίσεων και ότι η Ευρώπη πρέπει να φτιάξει μία ένωση όπου θα ενθαρρύνεται η υψηλή τεχνολογία.
Προχωρά ακόμη πιο δυναμικά: «Αν σήμερα κυβερνούσε την Ελλάδα ένας Κεϋνσιανός, θα οδηγούσε τη χώρα σε χρεοκοπία σε λίγα χρόνια» προσθέτοντας ότι «η Κεϋνσιανή πολιτική είναι σαν να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο». Γράφει πως όταν τονώνεις την καταναλωτική δύναμη στην Ελλάδα, δημιουργείς θέσεις εργασίας στην Ιταλία και στη Γερμανία, και ότι πρέπει να δοθεί έμφαση στην παραγωγή, και μάλιστα στην διεθνώς ανταγωνιστική παραγωγή. Λέει ότι αν η Ελλάδα θέλει ένα κράτος πρόνοιας με παροχές υγείας, παιδείας και ασφαλείς συντάξεις, πρέπει να δώσει μάχη για αναπτυσσόμενη παραγωγή, σε μία περίοδο που ο καταμερισμός της εργασίας και της παραγωγής είναι διεθνής και ο ανταγωνισμός πολύ σκληρός. Είναι μονόδρομος, καταλήγει, αυτή η νοοτροπία να υϊοθετηθεί από τη μεσαία και εργατική τάξη. Η Ελλάδα χρειάζεται εξωτερικές επενδύσεις και ένα αποτελεσματικό χρηματιστήριο, ώστε να ευνοηθούν.
Δίνει δύο παραδείγματα κριτικής από ξένους εν δυνάμει επενδυτές. Πρώτον ότι ζητούν ελαστικό πλαίσο εργασίας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου σχολιάζει ότι παρόλο που αυτό δεν ταιριάζει στη σοσιαλιστική σκέψη θεωρητικά, παραδέχεται ότι είναι βάσιμη ανησυχία. Δεύτερον, ότι οι επανεπενδύσεις κερδών από τις επιχειρήσεις δεν θα πρέπει να φορολογούνται καθόλου. Συμφωνεί με αυτήν την άποψη, διότι «όλες οι άλλες πολιτικές απέτυχαν να φέρουν νέους επενδυτές», στις οποίες συμπεριλαμβάνει και την κρατική επιδότηση 50% των επανεπενδύσεων που απεπειράθη.
Για το ελληνικό δημόσιο λέει ότι έχει τους διπλάσιους υπαλλήλους από όσους χρειάζεται, ότι είναι προνομιούχοι και προσθέτει ότι όνειρο του κάθε Έλληνα είναι να γίνει δημόσιος υπάλληλος, αφού «πληρώνεται καλύτερα, έχει καλύτερες συντάξεις, καλύτερη ασφάλεια υγείας, και καλύτερες διακοπές». Κλείνει με το συμπέρασμα ότι αν η Ελλάδα δεν προσελκύσει ξένες επενδύσεις ώστε να χρηματοδοτηθεί η συμμετοχή της χώρας στην τεχνολογική επανάσταση, είναι καταδικασμένη να μετατραπεί σε μία τουριστική χώρα, οι νέοι της να μεταναστεύσουν και να μείνει μία χώρα γηρασμένων που θα φροντίζουν ξενοδοχεία.
Όχι, δεν ήταν προφητεία. Ήταν η αντίληψη του εγκληματία για το αποτέλεσμα του εγκλήματος. Την ίδια ώρα έκανε τα αντίστροφα: δανειζόταν εξωφρενικά εκτοξεύοντας το δημόσιο χρέος από 23% (1981) στο 78% (1989), εφήρμοζε Κεϋνσιανή πολιτική αύξησης μισθών και συντάξεων, διόγκωνε το δημόσιο κοκ.