Μιχάλης Καλογήρου, Ακρίτας Καϊδατζής
Ας ξεκινήσουμε με τα γεγονότα. Είναι επιβεβαιωμένο γεγονός ότι με χιλιάδες εισαγγελικές διατάξεις ετησίως έπειτα από αιτήματα της ΕΥΠ διατάχθηκε τα τελευταία χρόνια η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών άγνωστου αριθμού προσώπων «για λόγους εθνικής ασφάλειας». Είναι επιβεβαιωμένο γεγονός ότι στους παρακολουθούμενους περιλαμβάνονται ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί, μεταξύ των οποίων υπουργοί και ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ, πολιτικά πρόσωπα, δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες. Είναι επιβεβαιωμένο γεγονός ότι σημαντικός αριθμός από όσους γνωρίζουμε ότι παρακολουθούνταν, έστω νομοτύπως, από την ΕΥΠ παρακολουθούνταν παράλληλα με το πειρατικό και εκτός κάθε νομιμότητας λογισμικό predator.
Ολα αυτά συνιστούν λόγο μείζονος ανησυχίας. Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι αμείλικτα: Σε τι μπορεί να συνίσταται ο λόγος εθνικής ασφάλειας για τον οποίο παρακολουθούνται πρόσωπα σε κορυφαίες και ευαίσθητες θέσεις του κρατικού μηχανισμού; Και πώς γίνεται, παρότι παρακολουθούνται, να παραμένουν στη θέση τους ή και να ανανεώνεται η θητεία τους; Ποια αξιοπιστία απομένει για την πολιτική, την ενημέρωση, την επιχειρηματικότητα στη χώρα μας, όταν πλανάται διάχυτη η υποψία ότι οποιοσδήποτε μπορεί να παρακολουθείται; Είμαστε μικρή χώρα. Ο εξωφρενικός αριθμός των 15.475 εισαγγελικών διατάξεων άρσης του απορρήτου που εκδόθηκαν, ενδεικτικά, το έτος 2021 σημαίνει ούτε λίγο ούτε πολύ ότι κάθε σημαντικό πρόσωπο του δημόσιου βίου της χώρας είναι εν δυνάμει υπό παρακολούθηση.
Κυρίως, είναι απλώς ανατριχιαστική σύμπτωση ότι αρκετοί από τα δημόσια πρόσωπα που παρακολουθούνταν από την ΕΥΠ ήταν ταυτόχρονα και στο στόχαστρο των «πειρατών» του Predator; Μήπως υπάρχει ενιαίο κέντρο και κοινή καθοδήγηση; Και, πάντως, όλα αυτά δεν θα έπρεπε να διερευνηθούν, ώστε να μην πλανώνται τέτοιες φρικτές υπόνοιες για υπηρεσίες και λειτουργούς της ελληνικής πολιτείας;
Οποια άποψη κι αν έχει κάποιος για τα παραπάνω, δεν μπορεί να διαφωνήσει πως αναδίδουν έντονα την οσμή σκανδάλου. Στα κράτη δικαίου υπάρχουν θεσμοί που ερευνούν τα σκάνδαλα, προκειμένου να αποδοθούν οι οφειλόμενες ευθύνες, αλλιώς να απαλλαγούν οι εμπλεκόμενοι από κάθε υπόνοια. Τίποτε από τα δύο δεν συνέβη. Αντιθέτως, είδαμε τις τρεις κρατικές εξουσίες, σε πρωτόγνωρη σύμπνοια, να μεθοδεύουν την υποβάθμιση της υπόθεσης και την παρακώλυση της διερεύνησής της, δίνοντας την εντύπωση συγκάλυψής της.
Η εκτελεστική εξουσία, κατ’ αρχάς, αντί οποιουδήποτε αυτοελέγχου, τηρεί (αιδήμονα;) σιωπή. Δεν γνωρίζουμε αν διατάχθηκε οποιαδήποτε εσωτερική έρευνα για τα διαβόητα «ρυπαρά δίκτυα» και αν κινήθηκαν διαδικασίες για την απόδοση πειθαρχικών ή άλλων υπηρεσιακών ευθυνών υπαλλήλων της ΕΥΠ. Δεν γνωρίζουμε καν, και ούτε οι ίδιοι οι παρακολουθούμενοι γνωρίζουν, αν μη τι άλλο, αν έχει πάψει η παρακολούθησή τους, είτε από την ΕΥΠ είτε με το predator.
Η νομοθετική εξουσία, περαιτέρω, περιορίστηκε –με ευθύνη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας– στη συγκρότηση μιας εμφανώς προσχηματικής εξεταστικής επιτροπής, που απέφυγε επιμελώς τη διερεύνηση πολιτικών ευθυνών, ενώ κατά τα λοιπά υπερψήφισε νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης που δυσχεραίνουν την περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης.
Την ίδια επιμέλεια έδειξε, τέλος, η δικαστική εξουσία αποφεύγοντας να διερευνήσει ποινικές ευθύνες κρατικών λειτουργών, για τους οποίους αρχειοθέτησε προ ημερών την υπόθεση, ενώ οι πλημμεληματικές διώξεις ιδιωτών συνιστούν κραυγαλέα υποβάθμιση της κατηγορίας σε μια υπόθεση για την οποία έχουμε ενδείξεις οργανωμένης εγκληματικής δράσης, πιθανώς μεγάλου οικονομικού ενδιαφέροντος, που θέτει σε κίνδυνο αρχές και θεσμούς του πολιτεύματος. Είχε προηγηθεί η αιφνιδιαστική αφαίρεση της υπόθεσης από τους εισαγγελείς πλημμελειοδικών και ανάθεσή της σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Οπως, άλλωστε, και η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης(!) κατά μελών της ΑΔΑΕ που ερευνούσαν την υπόθεση.
Τέτοιου είδους θεσμικές μεθοδεύσεις κάνουν ακόμα και καλοπροαίρετους ανθρώπους να αμφιβάλλουν για την αξιοπιστία και την ανεξαρτησία των θεσμών. Την ίδια στιγμή, αρκετοί από τα δημόσια πρόσωπα που παρακολουθούνταν έχουν αρνηθεί να απευθυνθούν σε οποιονδήποτε ελεγκτικό θεσμό. Ακόμη πιο ανησυχητική, όμως, είναι η συλλογική αμηχανία που φαίνεται πως διακατέχει την κοινωνία. Κόμματα της αντιπολίτευσης, συλλογικοί φορείς, η κοινωνία των πολιτών παρακολουθούν μουδιασμένοι ανήκουστες αποκαλύψεις και, δεδομένης της συστηματικής παρακώλυσης της διερεύνησής τους (τελευταίο κρούσμα η άρνηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας να κληθούν εισαγγελικοί λειτουργοί στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας), οφείλουν να ενεργήσουν αποτελεσματικά απέναντι στον θεσμικό κατήφορο.
Αλλωστε δεν είναι μόνοι τους ούτε η κρατική αυθαιρεσία «αναντίλεκτη». Οι ανεξάρτητες αρχές ΑΔΑΕ και ΑΠΔΠΧ και η ανεξάρτητη ερευνητική δημοσιογραφία είναι θεσμοί του κράτους και της κοινωνίας, αντίστοιχα, που στάθηκαν στο ύψος της αποστολής τους και κράτησαν (για πόσο ακόμα άραγε;) ανοικτή την υπόθεση. Ο θεσμικός πόλεμος που δέχονται είναι αδιανόητος. Αφού η δικαστική εξουσία δεν κατάφερε να «συνετίσει» την ΑΔΑΕ, η πολιτική εξουσία φρόντισε να πάρει πιο δραστικά μέτρα: την αλλαγή της σύνθεσής της. Αγωγές slapp ή άλλα μέσα εκφοβισμού ήδη ασκήθηκαν ή αναμένονται, ιδίως μετά την αρχειοθέτηση, κατά μέσων ενημέρωσης και δημοσιογράφων.
Διέξοδος από τη ζοφερή αυτή πραγματικότητα φαίνεται πως είναι και ο εξευρωπαϊσμός της υπόθεσης. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει ήδη ασχοληθεί με την υπόθεση και, πιθανώς, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου να κρίνει στο μέλλον τη μη απόδοση ευθυνών.
Οταν οι εσωτερικοί θεσμοί ενός κράτους παύουν να απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη των πολιτών, η κρατική εξουσία ασκείται χωρίς νομιμοποίηση. Τότε το κράτος αυτό στην πραγματικότητα καταρρέει, ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιούν σήμερα, 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση, οι προσωπικοί φορείς της εξουσίας. Η υπόθεση των παρακολουθήσεων αφορά το ίδιο το μέλλον της ελληνικής πολιτείας. Στις θεσμικές μεθοδεύσεις των κρατικών εξουσιών, η αντίδραση της κοινωνίας δεν μπορεί να είναι η αδιαφορία, η ανοχή και η συλλογική αμηχανία. Vigilantibus non dormientibus subvenit lex.
Ο κ. Μιχάλης Καλογήρου είναι δικηγόρος, πρώην υπουργός.
Ο κ. Ακρίτας Καϊδατζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ.
Πηγή: Καθημερινή