Διάβασα το εμπεριστατωμένο ρεπορτάζ του κ. Ηλία Μπέλλου για την επένδυση της Microsoft στα Σπάτα. «Τέσσερα ολόκληρα χρόνια χρειάστηκε η Microsoft για να καταφέρει να βγάλει την πρώτη οικοδομική άδεια για το κυρίως κτίριο του πρώτου data center στην Ελλάδα που θα κατασκευαστεί στα Σπάτα» («Καθημερινή», 12.9.2024). Πρωτίστως, τυχερή ήταν η Microsoft που δεν βρέθηκε κανένας δήμαρχος να θελήσει να κτίσει εκεί μουσείο Εθνικής Αντίστασης (έτσι ματαιώθηκε επένδυση ολλανδικής εταιρείας σε κάποιο δήμο της Αττικής). Επίσης, τέσσερα χρόνια για την πρώτη οικοδομική άδεια δεν είναι πολλά μπροστά στην αιωνιότητα. Εφοπλιστής περίμενε 15 χρόνια για να ολοκληρωθεί μεγάλη τουριστική επένδυσή του. Συνεπώς για τη Microsoft ισχύει το «δεν ήξερε; Ας ρώταγε!».
Για να το σοβαρέψω –διότι όταν διαβάζεις τις δαιδαλώδεις διαδρομές μιας επένδυσης, δύο τινά υπάρχουν: ή να κλάψεις ή να γελάσεις–, απορώ πώς εξακολουθούν να υπάρχουν ξένοι επενδυτές που θέλουν να επενδύσουν τα κεφάλαιά τους στην Ελλάδα. Δηλαδή, να εξαρτάται η τύχη τους από τη φιλοτιμία και την καλή διάθεση ενός συνόλου μανδαρίνων της δημόσιας διοίκησης, οι οποίοι θα πρέπει να συσκεφθούν, να μελετήσουν τον φάκελο και να αποφασίσουν. Διαβάζοντας το συγκεκριμένο ρεπορτάζ βλέπω πόσοι συναρμόδιοι δημόσιοι φορείς εμπλέκονται σε αυτή την ιστορία και αυτομάτως προκύπτει το πολιτικό ερώτημα: μα καλά, τόσοι πρωθυπουργοί κυβέρνησαν αυτόν τον τόπο, εκατοντάδες υπουργοί και υφυπουργοί πέρασαν από τα αναπτυξιακά υπουργεία, ένας χρυσός άνθρωπος δεν βρέθηκε να απλοποιήσει αυτές τις διαδικασίες; Ενας δεν βρέθηκε ώστε μια οικοδομική άδεια να μη χρειάζεται τέσσερα χρόνια για να εκδοθεί, αλλά να μπορεί να εκδίδεται σε ένα χρόνο; Η σημερινή απερίγραπτη κατάσταση δίνει την απάντηση στο ερώτημά μου. Προφανώς δεν βρέθηκε κανένας πρωθυπουργός και κανένας αρμόδιος υπουργός να το κάνει.
Στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, κι εκεί οι διαδικασίες έγκρισης και υλοποίησης μιας επένδυσης είναι τόσο χρονοβόρες; Αν ναι, τότε ας μην γκρινιάζουμε. Ετσι παίζεται το παιχνίδι στην Ευρωπαϊκή Ενωση με τις ποικίλες ευαισθησίες της. Αν όμως όλο αυτό το πλέγμα νόμων, ρυθμίσεων και ελέγχων είναι μια ελληνική δυσπλασία, τότε δεν έχουμε παρά να κάνουμε κάτι πολύ απλό. Να αντιγράψουμε το πιο απλουστευμένο θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις επενδύσεις και να το φέρουμε στην πατρίδα μας. Θα μου πει ο αναγνώστης ότι το απλό μπορεί να συμφέρει τον επενδυτή και την εθνική οικονομία, όμως δεν συμφέρει στους μηχανισμούς της δημόσιας διοίκησης. Περιορίζει την εξουσία τους, αμφισβητεί τον αποφασιστικό τους ρόλο και, τέλος, ακυρώνει την καθιερωμένη πρακτική του «γρηγορόσημου» και τα λεγόμενα «διόδια». Το μεν «γρηγορόσημο» είναι πασίγνωστο και ευρείας χρήσεως, τα «διόδια» όμως αφορούν λίγους και εκλεκτούς. Νομίζω πως κάποια στιγμή θα βρεθεί μια μη σοσιαλίζουσα ελληνική κυβέρνηση που θα στήσει ένα μνημείο αφιερωμένο στους επενδυτές που επενδύουν στην Ελλάδα. Το αξίζουν!