Οι τιμές τροφίμων και άλλων ειδών λαϊκής κατανάλωσης ήταν συγκριτικά πολύ υψηλότερες απ’ ό,τι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες ήδη πριν από το κύμα ακρίβειας της τελευταίας διετίας. Διασφαλίσαμε αυτή την πρωτιά με τις εν συνεχεία επιδόσεις του πληθωρισμού. Τον Αύγουστο στην Ευρωζώνη έπεσε στο 2,2% από 2,6% τον Ιούλιο, στη χώρα μας ανέβηκε στο 3,2% από 3% κι έτσι «τρέχει» με την τέταρτη μεγαλύτερη ταχύτητα μεταξύ των 20 της Ευρωζώνης. Μια μεγάλη αναδιανομή εισοδήματος εξελίσσεται εις βάρος της μισθωτής εργασίας και των μη εχόντων, υπέρ των εχόντων και του σπάταλου, μη φιλικού κράτους.
Παράδειγμα, το στεγαστικό. Αυτό που γίνεται επί της ουσίας είναι η τόνωση της ζήτησης κατοικίας με επιδοτούμενα στεγαστικά δάνεια από τις αρχές του 2025. Επειδή η προσφορά είναι ελλειμματική, οι μεσίτες αναμένουν να προκαλέσει άνοδο τιμών στο πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας κατά 10%-15%, με αποτέλεσμα να τείνει να μηδενιστεί το όφελος από την επιδότηση του στεγαστικού σε πολλές περιοχές και να ακριβύνουν τα ενοίκια. Γίνεται μια μεγάλη αναδιανομή από εκείνους που δεν έχουν στέγη σε εκείνους που κατέχουν και εκμεταλλεύονται αστικά ακίνητα – ως παρότρυνση, δε, για να τα εκμεταλλευθούν κι όσοι διστάζουν, θα απαλλάσσονται από τους σχετικούς φόρους επί τρία χρόνια.
Η αναδιανομή γίνεται σε πολλαπλά πεδία.
Πρωτογενώς, υπέρ των κερδών και εις βάρος της μισθωτής εργασίας, με συνέπεια η χώρα μας να βρίσκεται στην τελευταία θέση μεταξύ των «27» με κριτήριο το μέσο ωρομίσθιο σε όρους αγοραστικής δύναμης – κάτω και από τη Βουλγαρία. Σε άλλο επίπεδο, με την αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους: έχουμε, π.χ., τη μεγαλύτερη αναλογία ιδιωτικών δαπανών για την υγεία από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες (γύρω στα 4,5 δισ.) και αυτή γίνεται πιο δυσβάστακτη καθώς το ΕΣΥ αποδυναμώνεται υπέρ του ιδιωτικού τομέα. Εχουμε μια κατ’ όνομα δωρεάν παιδεία, που στ’ αλήθεια είναι πανάκριβη. Σε ένα άλλο επίπεδο, εις βάρος των καταθετών, υπέρ των μετόχων των τραπεζών. Σε ένα τέταρτο, με την άμεση φορολογία: στην 4ετία 2020-23 οι ονομαστικές αποδοχές αυξήθηκαν 11% και ο φόρος εισοδήματος 41% – τέσσερις φορές πάνω, λόγω μη τιμαριθμοποίησης της κλίμακας. Και ούτω καθεξής.
Η μεγάλη αναδιανομή εις βάρος της εργασίας ευθύνεται για τα πενιχρά αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής.
Τα αποτελέσματα της ασκούμενης πολιτικής δικαιώνουν μια τέτοια αναδιανομή; Αν κρίνουμε με τους συνήθεις δείκτες, η οριακή βελτίωσή τους δεν τη δικαιολογεί: το ΑΕΠ αυξάνεται με ρυθμό της τάξης του 2% παρά την ισχυρή ένεση από ευρωπαϊκούς πόρους, όπερ προοιωνίζεται ότι ceteris paribus θα ξαναπέσει στην περιοχή του 1% μετά το 2027. Οι ιδιωτικές επενδύσεις βρίσκονται στο 1/3 του στόχου, παρότι στο πολύ μεγάλο μέρος τους γίνονται με δημόσιο χρήμα, εκείνες, δε, που αυξάνουν το παραγωγικό δυναμικό της χώρας είναι μικρό ποσοστό τους. Παραμένουμε ουραγοί στην παραγωγικότητα και το έλλειμμα του ισοζυγίου υπενθυμίζει ότι δεν έχουμε αλλάξει το οικονομικό μοντέλο. Το δημόσιο χρέος αυξάνεται ως απόλυτο μέγεθος – το ακολουθεί και το ιδιωτικό.
Η εικόνα είναι χειρότερη με άλλα, πιο «πεζά» κριτήρια. Οπως το διεθνώς αποδεκτό κριτήριο για τη δύναμη μιας οικονομίας, η ποιότητα και η ποσότητα των θέσεων εργασίας που παράγει. Η αναδιανομή δεν δικαιώνεται. Μπορεί, μάλιστα, να υποστηριχθεί το αντίθετο. Οτι ευθύνεται για τα πενιχρά αποτελέσματα.