Αρης Ραβανός
Εσχάτως οι δυο βασικοί πολιτικοί παίκτες, ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο πρόεδρος της Ν.Δ. Κυριάκος Μητσοτάκης, συγκρούονται με φόντο τις επενδύσεις και αντιμάχονται για το ποιος είναι περισσότερο φίλος των επιχειρήσεων και των επενδυτών.
Είναι θετικό το γεγονός ότι αναγνωρίζεται η σημασία του επιχειρείν και από την κυβέρνηση, παρά τις ιδεοληψίες που υπάρχουν ακόμα σε πολλά μέλη της για τον επιχειρηματικό κόσμο. Από εδώ και πέρα όμως πρέπει να υπάρξουν προτάσεις και μέτρα που θα ενισχύουν την υγιή επιχειρηματικότητα, ώστε με ένα τρόπο να επιστρέφεται και τμήμα των πόρων στην κοινωνία, μέσω μηχανισμών κοινωνικής ανταποδοτικότητας.
Τον περασμένο αιώνα, ο Μπέρτρα Ράσελ, βρετανός φιλόσοφος, είχε πει εύστοχα: «Ο συντεχνιασμός αποτελεί τη χειρότερη μορφή καπιταλισμού». Εάν αναλογιστεί κανείς τι έχει γίνει στη χώρα τα τελευταία οκτώ περίπου χρόνια και εστιάσει στο δυσβάσταχτο βάρος που σήκωσε η κοινωνία και η οικονομία, θα κατανοήσει και τη φράση του Ράσελ.
Γιατί το ζήτημα δεν είναι μόνο να υπάρξει ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αλλά να αντιμετωπιστούν και οι συντεχνίες, πάσης φύσεως που κρατούν τη χώρα σε στασιμότητα.
Σε αυτή την περίοδο και στο δρόμο προς το τέλος του τρίτου προγράμματος, απαιτούνται λύσεις και στρατηγική από την κυβέρνηση με συγκεκριμένο πλαίσιο δράσης. Την ίδια στιγμή χρειάζεται συγκεκριμένο και κοστολογημένο οικονομικό πρόγραμμα από την Ν.Δ. και να δώσει πειστικές απαντήσεις για πτυχές του σχεδίου της.
Τα τελευταία χρόνια βόλευε τους πάντες η ανευθυνότητα, το status quo της διαφθοράς, του κρατισμού, του κομματισμού και του λαϊκισμού. Τώρα όμως οι πολίτες αποκηρύσσουν τον λαϊκισμό που παραμένει ο κύριος και πιο επικίνδυνος αντίπαλος της όποιας εθνικής προσπάθειας και ζητούν υπεύθυνη στάση από όλους.
Η χώρα, παρά το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, έχει δρόμο μπροστά της _υπάρχει και η τρίτη αξιολόγηση_ και δεν αντέχει εφιάλτες.
Γι’ αυτό και το πολιτικό σύστημα οφείλει να σοβαρευτεί και να συνεννοηθεί για τα αυτονόητα, τουλάχιστον στην οικονομία. Άλλη ευκαιρία δεν θα υπάρξει.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ