Μία κυβέρνηση στη δεύτερη τετραετία της είναι φυσικό να παρουσιάζει συμπτώματα φθοράς, ακόμα και αν δεν υπάρχει αντίπαλος στην αντιπολίτευση. Η φθορά στην πολιτική υφίσταται ακόμα και αν ουδείς την εισπράττει. Σε μια τέτοια κατάσταση είναι επόμενο να εμφανίζονται φαινόμενα εσωκομματικής γκρίνιας ή και δυσαρέσκειας ακόμα. Δεν βλέπω για ποιο λόγο η σημερινή κυβέρνηση να αποτελέσει την εξαίρεση.
Σε αυτές τις περιπτώσεις ζητούμενο είναι ο εκάστοτε πρωθυπουργός το πώς ξεπερνάει αυτή τη φάση. Με παραγωγή πολιτικής και φυγή προς τα εμπρός ή με εσωκομματικές μικροδιευθετήσεις; Αναμφίβολα, ο δύσκολος δρόμος είναι ο πρώτος. Να παραχθεί κυβερνητικό έργο, να δημιουργηθούν οι κατάλληλες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες, να υπάρξει χρηστή και χωρίς προκλήσεις διαχείριση της εξουσίας, κάτι δύσκολο στη δεύτερη τετραετία. Οταν αναφέρομαι σε κυβερνητικό έργο δεν εννοώ προφανώς ρυθμίσεις τύπου «εισερχομένων – εξερχομένων», αλλά τομές που αλλάζουν την εικόνα του πεδίου στο οποίο αναφέρονται. Και τι σημαίνει τομή; Η επόμενη μέρα να μην έχει σχέση με την προηγούμενη. Η κυβέρνηση έχει να επιδείξει παρόμοιο έργο, πιθανόν όχι στον βαθμό που θα άλλαζε το τοπίο, όμως να λάβουμε υπόψη πως οι μεταρρυθμίσεις, για να αποδώσουν πολιτικά, θέλουν τον χρόνο τους. Τα αποτελέσματά τους δεν φαίνονται αμέσως. Συνεπώς, μπορεί ο πρωθυπουργός να υπερβεί τις εσωκομματικές τριβές φουλάροντας τις κυβερνητικές μηχανές και αφήνοντας τους πικραμένους βουλευτές με την πίκρα τους. Οι πολίτες όταν βλέπουν ότι η καθημερινότητά τους βελτιώνεται, ακόμα και όταν τα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση είναι μικρά αλλά σταθερά, μένουν αδιάφοροι στις εσωκομματικές ίντριγκες.
Ο άλλος δρόμος αντιμετώπισης της γκρίνιας κάποιων βουλευτών είναι οι προσωπικές διευθετήσεις. «Πού εκλέγεται ο Χ που όλο διαμαρτύρεται; Ας του ικανοποιήσουμε ένα ρουσφέτι του» ή «ας του τάξουμε ένα υφυπουργείο» ή κάτι πιο μακιαβελικό: «ας προωθήσουμε στην περιφέρειά του κάποιον δικό μας υποψήφιο». Τα αναφέρω αυτά, διότι συνέβησαν στο παρελθόν και ενδεχομένως να συμβαίνουν και τώρα. Πάντως, μια τέτοια διαχείριση ελάχιστη σχέση έχει με την πολιτική. Αφορά προσωρινή επίλυση προβλημάτων, διότι παρόμοιες αντιμετωπίσεις αναπαράγουν παρόμοιες συμπεριφορές. Θεωρώ αυτονόητο πως ένας πρωθυπουργός δεν διαπραγματεύεται με κανέναν την εξουσία του ούτε είναι νοητό να συγκυβερνά. Απεναντίας, είναι επιβεβλημένο να δείχνει ποιος είναι το αφεντικό. Οσοι πρωθυπουργοί συγκυβέρνησαν με τους «φύλαρχους» των κομμάτων τους και δεν μπόρεσαν να παραγάγουν έργο, διότι συνεχώς υπολόγιζαν τις αντιδράσεις τους εξέπεμπαν, ως εκ τούτου, εικόνα προς την κοινωνία που γινόταν όλο και πιο θολή.
Δεν θυμάμαι τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, σε όλες τις φάσεις της πρωθυπουργίας του, να υπέκυψε στις αντιρρήσεις στενών συνεργατών του. Απεναντίας, επέβαλε τον πολιτική του με κάθε κόστος, όπως έγινε το 1958 με την αποχώρηση από την ΕΡΕ των Ράλλη – Παπαληγούρα. Τελικά στο πρωθυπουργοκεντρικό μας σύστημα ένα είναι το αφεντικό και επιβάλλεται να το δείχνει.