Στάμος Ζούλας
Με μεγάλο ενδιαφέρον παρακολουθώ την «περιπέτεια» του Γάλλου υποψηφίου των Ρεπουμπλικανών για την προεδρία της Δημοκρατίας, Φρανσουά Φιγιόν, μετά το «μικροσκάνδαλο» (για τα ελληνικά δεδομένα) να διορίσει τη σύζυγό του και τα δύο του παιδιά ως έμμισθους βοηθούς του, την περίοδο 2005 και 2007, που ήταν γερουσιαστής. Οι συνολικές αμοιβές των συγγενών του φθάνουν τις περίπου 900.000 ευρώ και τυπικά ο διορισμός τους δεν ήταν παράνομος. Ωστόσο, η υποψηφιότητα για το ύπατο αξίωμα της χώρας του ξεσήκωσε τον γαλλικό λαό και συνακόλουθα το κόμμα του, που απαιτούν την αποπομπή του από την εκλογική διαδικασία, προφανώς για λόγους ηθικής τάξης. Μέσα σε λίγες μέρες προκλήθηκε ένα κύμα αγανάκτησης, με το 70% των Γάλλων να απορρίπτει την υποψηφιότητά του, η οποία στην ουσία έχει ήδη καταρρεύσει. Οπως αναφέραμε στην αρχή, ο κ. Φιγιόν δεν είναι απατεώνας. Εκατοντάδες πολιτικοί στη χώρα τους, αλλά και στην Ε.Ε., διορίζουν ως βοηθούς συγγενείς τους, στα αξιώματα που διαχειρίζονται. Συνεπώς, εκείνο που προκαλεί εντύπωση είναι η ευαισθησία της γαλλικής κοινής γνώμης στο ζήτημα της ηθικής τάξης, ιδίως όταν πρόκειται για το ύπατο αξίωμα της χώρας της.
Για το (υποδεέστερο της απάτης) αδίκημα του Φρανσουά Φιγιόν, η ελληνική γλώσσα διαθέτει πληθώρα επιθέτων. Οπως, επιτήδειος, αετονύχης, λωποδύτης, λαθροχέρης, αγιογδύτης, μαγκιόρος κλέφτης, καπάτσος κ.ά. Θα προσέξατε ότι τα περισσότερα από τα επίθετα αυτά δεν είναι καταγγελτικά, ούτε καταδικαστικά. Μερικά, μάλιστα, υποδηλώνουν και κάποιον θαυμασμό για την «επιτηδειότητα» των ατόμων αυτών. Μήπως, λοιπόν, αυτή η κοινωνική ανοχή (αν όχι παχυδερμία) αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες μακροημέρευσης και αενάως ακμάζουσας διαφθοράς στη χώρα μας; Φοβάμαι πως η «έξωθεν καλή μαρτυρία» έχει πάψει –και μάλιστα προ πολλού– να αποτελεί γνώμονα των σχέσεών μας στον κοινωνικό μας περίγυρο, στη στάση μας έναντι των πολιτικών που ζητούν την ψήφο μας, ακόμη και στον κύκλο των ατόμων με τα οποία συνεργαζόμαστε και εμπιστευόμαστε. Μπορεί να συμβαίνει και κάτι χειρότερο. Στο μέτρο που, κρυφίως έστω, θαυμάζουμε την «επιτηδειότητα» των ατόμων αυτών, ίσως επιδιώκουμε να εκμεταλλευτούμε την «καπατσοσύνη» τους, χωρίς να έχουμε άμεσες και ατομικές συνέπειες από μια τέτοια «σύμπραξη». Π.χ., ψηφίζουμε έναν «αετονύχη» βουλευτή, με την ελπίδα ότι θα διορίσει, από το παράθυρο, κάποιον συγγενή μας στο Δημόσιο. Προσεγγίζουμε έναν δημόσιο υπάλληλο, καίτοι γνωρίζουμε ότι «τα παίρνει», προκειμένου να διεκπεραιώσουμε μια αμφιλεγόμενης νομιμότητας υπόθεσή μας.
Ωστόσο, εκείνο που προέχει είναι η παχυλή μας ανοχή στη διαφθορά. Συναγελαζόμαστε με άτομα που δεν εκτιμούμε και στα οποία προφανώς έπρεπε να επιβληθεί κοινωνικός αποκλεισμός. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για όσους ισχυριζόμαστε ότι ασκούμε κάποιο «λειτούργημα».
Εκπαιδευτικοί, ιεράρχες, δημοσιογράφοι και πρωτίστως πολιτικοί. Θυμάμαι ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέλεγε πάντα τους ομοτράπεζούς του στα κυριακάτικα γεύματα, στου «Λεωνίδα», στον «Ψαρόπουλο» ή στο γκολφ Γλυφάδας. Αλλά και όταν ο ίδιος ήταν προσκεκλημένος σε κάποιο σπίτι φίλου του με περισσότερους καλεσμένους, ζητούσε πάντοτε, μέσω του Θόδωρου, να πληροφορηθεί ποιοι θα είναι οι συνδαιτυμόνες του. Αν έστω και ένας είχε κάποια σκιά της έξωθεν καλής μαρτυρίας, δεν απαιτούσε, φυσικά, την εξαίρεσή του, αλλά δήλωνε, απλά, αδυναμία παρουσίας. Ο δε οικοδεσπότης έψαχνε αγωνιωδώς να εντοπίσει και να αποκλείσει μελλοντικά τον ανεπιθύμητο καλεσμένο…
Πηγή: Καθημερινή