Θοδωρής Γεωργακόπουλος
Η ελληνική παιδεία έχει πολλά προβλήματα. Συγκεκριμένα, έχει ολόκληρες κατηγορίες προβλημάτων, διακριτές παρτίδες δυσλειτουργιών, ισάριθμες των βαθμίδων εκπαίδευσης. Τεράστια προβλήματα έχουν τα πανεπιστήμια, που αξιολογούνται ως μέτρια (στην καλύτερη περίπτωση) σε σχέση με τα πανεπιστήμια άλλων χωρών, γιγάντια προβλήματα έχουν η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, χάλια τα πηγαίνουν οι Έλληνες μαθητές στην PISA, χάλια τα πηγαίνουν και οι ενήλικες (που είναι τα προϊόντα του εκπαιδευτικού συστήματος) στα μαθηματικά, στην κατανόηση κειμένου, σε όλες τις σχετικές μετρήσεις. Υπάρχει, όμως, ένα βασικό, πρωταρχικό, δομικό πρόβλημα που εμποδίζει την επίλυση όλων αυτών των προβλημάτων: Οι Έλληνες πολίτες δεν την επιθυμούν. Την επίλυση. Αυτό είναι όλο, βασικά.
Όλοι γνωρίζουμε γιατί δεν γίνονται μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα. Αυτό που αποκαλούμε “μεταρρυθμίσεις” είναι αυτές οι πολιτικές που ευνοούν πολλούς από λίγο, πλήττοντας λίγους πολύ. Κόβεις προνόμια από ειδικές ομάδες που τα κατέχουν, και αποδίδεις το κέρδος σε όλη την κοινωνία. Έτσι από μια χούφτα πρώην προνομιούχων χάνει ο καθένας 10, για να κερδίσουμε όλοι μας από 0,01. Προφανώς οι προνομιούχοι που έχουν πολλά να χάσουν κάνουν χαμό. Κάνουν σαματά. Διαδηλώνουν, φωνάζουν, γυρνάν το σύμπαν ανάποδα. Οι υπόλοιποι της πλειοψηφίας, δε, κάθε ένας εκ των οποίων έχει να κερδίσει ελάχιστα, δεν ασχολούνται. Μα τι φωνάζουν όλοι αυτοί, αναρωτιούνται. Πώς κάνουν έτσι;
Κι έτσι ακούγονται οι φωνές μόνο των προνομιούχων, και οι πολιτικές ηγεσίες παραδοσιακά επιλέγουν να τους κάνουν το χατήρι, αφού ούτως ή άλλως ο υπόλοιπος κόσμος δεν μοιάζει και πολύ προβληματισμένος για το ότι χάνει 0,01 από κάθε μπλοκ προνομιούχων. Φαίνεται να μην κάνουν καν τη σύνδεση, παρ’ όλο που υπάρχουν, πια, χιλιάδες μπλοκ προνομιούχων, και τα επιμέρους 0,01 αθροίζονται σε ένα σημαντικό ποσό που κανείς δεν κάθεται να υπολογίσει.
Αυτός λίγο-πολύ είναι ο λόγος που δεν ανοίγουν τα κλειστά επαγγέλματα, που δεν εκσυγχρονίζεται η λειτουργία του Δημοσίου, που δεν καταργούνται οι φόροι υπέρ τρίτων, που συνταξιοδοτούνται δημόσιοι υπάλληλοι στα 52. Κανείς από την πλειοψηφία του 0,01 δεν ασχολείται.
Θα περίμενε κανείς, όμως, στο θέμα της παιδείας η στάση των Ελλήνων να είναι διαφορετική. Σ’ αυτό το θέμα, το “0,01” που χάνει ο καθένας αφορά τα παιδιά του. Υποτίθεται ότι οι ελληνικές οικογένειες θεωρούν τα παιδιά ως κάτι το ιερό, δεν αφήνουν να τους λείψει ούτε 0,01 από φαγάκι, αγκαλίτσα, ζακετούλα και το είπαμε το φαγάκι; Θα περίμενε κανείς ότι για τις μεταρρυθμίσεις στο χώρο της Παιδείας η λαϊκή στήριξη θα ήταν ευρύτατη. Για παράδειγμα, σε καμία βαθμίδα της ελληνικής εκπαίδευσης δεν υπάρχει αυστηρή αξιολόγηση με συγκεκριμένες μεθοδολογίες, με σύνδεση της απόδοσης των καθηγητών και των δασκάλων με τις απολαβές τους και την εξέλιξή τους, με ό,τι τέλος πάντων ισχύει στις χώρες που μας νικάνε στην PISA. Θα περίμενε κανείς οι Έλληνες γονείς να είναι έξαλλοι με αυτό, να εξεγείρονται, να κάνουν πορείες στους δρόμους κάθε που βγαίνουν τα νούμερα της PISA υπέρ της αξιολόγησης των καθηγητών, των curricula και των σχολείων στα οποία φοιτούν τα παιδιά τους, τα οποία παιδιά τους σύμφωνα με την PISA είναι στουρνάρια. Θα περίμενε κανείς οι γονείς, που έχουν δαπανήσει κόπο και χρήμα (για ιδιαίτερα και φροντιστήρια από καθηγητές που δεν αξιολογούνται στα λύκειά τους) ώστε να μπουν τα παιδιά τους στα ελληνικά πανεπιστήμια, να αντιδρούν δυναμικά στις καταλήψεις κομματικών οργανώσεων και τον εξευτελισμό των ιδρυμάτων αυτών από τη βρωμιά, τη μετριότητα, τη διαφθορά και την αδιαφορία. Αλλά δεν γίνεται τίποτε από αυτά. Δεν κουνιέται φύλλο. Δεν αντιδρά κανείς. Οι Έλληνες γονείς ούτε καν χρησιμοποιούν το θέμα ως κριτήριο για την ψήφο τους. Ο υπερπροστατευτισμός των παιδιών για κάποιο λόγο όταν φτάνει να συγκρουστεί με ένα μπλοκ προνομιούχων που έχουν να χάσουν 10, στουμπώνει, σβήνει, εξατμίζεται.
Μα αν ακόμα και η δύναμη της φύσης που είναι η ασφυκτική λατρεία της ελληνίδας μάνας αδυνατεί να κατανικήσει τον μολώχ ενός αντιμεταρρυθμιστικού μπλοκ, τι μπορεί; Τίποτε δεν μπορεί. Γι’ αυτό πολλοί πιστεύουν ότι η χώρα ετούτη δεν σώζεται με τίποτε απολύτως. Το μόνο που μπορεί να κάνει κανείς σε αυτή την περίπτωση είναι να ψάξει τα στεγανά όπου δεν υπάρχουν πολλά ή πολύ ισχυρά συμφέροντα προνομιούχων, και να δώσει έμφαση εκεί. Ευτυχώς στην παιδεία υπάρχει ένα, σχετικά (αλλά όχι απόλυτα) αλώβητο.
Στην τελευταία έρευνα της διαΝΕΟσις μελετάμε μια εκπαιδευτική βαθμίδα που έχει γλιτώσει εν μέρει από την αντιμεταρρυθμιστική εμπλοκή κυρίως επειδή στη χώρα μας οι περισσότεροι δεν την υπολογίζουν ως εκπαιδευτική βαθμίδα: Την προσχολική αγωγή. Έρευνες έχουν δείξει ότι πρόκειται για την πιο αποδοτική επένδυση που μπορεί να κάνει ένα κράτος: Για κάθε ευρώ που επενδύεται για την προσχολική αγωγή ενός παιδιού 4 ετών, μια κοινωνία θα πάρει πίσω από 60 έως 300 ευρώ μέχρι το παιδί αυτό να φτάσει τα 65. Η προσχολική αγωγή έχει ευεργετικές συνέπειες στην καταπολέμηση των ανισοτήτων και της φτώχειας, στη διανοητική και γνωσιακή εξέλιξη του πληθυσμού, στην οικονομική ανάπτυξη, στην οικογενειακή πολιτική. Είναι τόσο εντυπωσιακά και προφανή τα οφέλη της, που ακόμα και αντικρατιστές νεοφιλελεύθεροι ρεπουμπλικάνοι σε πολιτείες των ΗΠΑ σπαταλάνε κρατικό χρήμα για να φτιάξουν παιδικούς σταθμούς για τα φτωχά παιδιά. Στη χώρα μας οι παιδικοί σταθμοί δεν έχουν επίσημο, εγκεκριμένο από το Υπουργείο Παιδείας curriculum και δεν ελέγχονται από καμία κεντρική δομή Δεν ξέρουμε καν ακριβώς πόσοι είναι. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι 60% των παιδιών προσχολικής ηλικίας δεν πηγαίνουν σε παιδικούς σταθμούς, όμως. Και επίσης ότι μια κυβέρνηση που θα ήθελε να κάνει κάτι για την παιδεία, αντιμέτωπη με το μπετόν της αντίδρασης σε όλες τις άλλες βαθμίδες, θεωρητικά θα μπορούσε να κάνει ενδιαφέροντα, ουσιαστικά και πολύ αποδοτικά πράγματα σε αυτήν. Τα πολλά προβλήματα της παιδείας δεν θα λυνόταν έτσι, βεβαίως. Αλλά θα ήταν, τουλάχιστο, μια αρχή.
Πηγή: Καθημερινή