Μπάμπης Παπαδημητρίου
Σε λίγες εβδομάδες η υπό τον Αλέξη Τσίπρα διακυβέρνηση θα μπει στον τρίτο χρόνο της. Από εκεί και πέρα, κάθε μήνας θα είναι κι ένας άθλος. Για την παράταξή του, που βρέθηκε σε δρόμους εντελώς άγνωστους για τα στελέχη της. Για τον συμπαραστάτη, που ήρθε από πολύ δεξιά ως απροσδόκητος σύμμαχος. Για τη μείζονα αντιπολίτευση, που δυσκολεύεται να επιλέξει μεταξύ της τακτικής του «ώριμου φρούτου» και της μάχης για τη μεταρρύθμιση. Για τους μικρότερους σχηματισμούς που φοβούνται ότι μια νέα καταστροφή δεν θα τους ενδυναμώσει, αλλά πιθανότατα θα τους εξαφανίσει οριστικά από τα πολιτικά κατάστιχα.
Η σημαντικότερη στιγμή του 2016 ήταν, βεβαίως, η συμφωνία επί της πρώτης αξιολόγησης. Στην πραγματικότητα, όπως παραδέχτηκε ο πρωθυπουργός, είχαν περάσει δύο χρόνια, αφότου η χώρα είχε πρακτικώς διακόψει την προσπάθεια εξόδου από τη μακρά κρίση. Οι μήνες που πέρασαν έχουν εξαντλήσει την ομάδα του Μαξίμου. Αντιλαμβάνονται τώρα ότι έχουν κλειστεί στα «εθνικά καρέ». Οξύτατα προβλήματα, όπως είναι το προσφυγικό/μεταναστευτικό και το Κυπριακό, ενώνονται επικίνδυνα με τα αδιέξοδα της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής. Οι όποιες λύσεις γίνονται δυσκολότερες και απαιτούν συνδυασμούς συμφωνιών που είναι απίθανο να επιτευχθούν σε σύντομο χρόνο. Πιθανόν μάλιστα να μην προχωρήσει τίποτε, καθώς τα μεγάλα και άλλα σημαντικά ευρωπαϊκά κράτη θα ασχοληθούν με τα δικά τους θέματα, αδιαφορώντας για τις όποιες ελληνικές διεκδικήσεις ή τις ασυμμετρίες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Ισως τελικά να είναι προτιμότερο να προσφύγουμε κι εμείς, μαζί με τους άλλους, σε ανακαταμέτρηση των διαθέσεων των πολιτών. Αν και ο κ. Τσίπρας απέδειξε ότι είναι ικανός να κυβερνά επιδιώκοντας τη συνεχή παράταση της βαθύτατης κρίσης που μαστίζει τη χώρα από το 2009 και μετά. Είναι αλήθεια, άλλωστε, ότι η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης δεν είχε τα θετικά αποτελέσματα που όλοι περίμεναν. Η Ελλάδα δεν ανέκτησε παρά μόνον λίγες εβδομάδες την αξιοπιστία της. Προτού φτάσουμε στην 5η Δεκεμβρίου κι ενώ ο πρωθυπουργός είχε υποσχεθεί να κάνει και το δεύτερο και σημαντικότερο βήμα της δεύτερης αξιολόγησης, επανήλθε το γνωστό, από την πρώτη μέρα του πρώτου κυβερνητικού σχήματος Τσίπρα, μοτίβο όταν άλλα έλεγε στους μέσα, άλλα στους έξω και άλλα συνέβαιναν στην πράξη.
Αν χρειάζεται ένα μέτρο καταμέτρησης της απόστασης που μας χωρίζει από όσα περίμεναν οι ψηφοφόροι που επανέλαβαν την εμπιστοσύνη τους στις δεύτερες εκλογές του 2015, αυτό είναι η συνέχιση της απαξίωσης του επενδεδυμένου ανθρώπινου και υλικού κεφαλαίου. Η ανεργία παραμένει εξαιρετικά υψηλή, παρά τη μαζική έξοδο προς άλλα κράτη και τη διάδοση της μερικής απασχόλησης. Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας μας περιμένει από ένα πολύ μικρό τμήμα πληθυσμού να δημιουργήσει όσα χρειάζονται για τη συντήρηση των ανθρώπων, των επιχειρήσεων, του κράτους και των υποδομών. Το έργο είναι σισύφειο. Ο χειρότερος κίνδυνος είναι ότι όσο περισσότερο αποτυγχάνει η πλειοψηφία στους μνημονιακούς στόχους που και η ίδια έχει αποδεχτεί, τόσο πιθανότερη εμφανίζεται μια απροσδόκητη και υπόγεια υποταγή σε καθεστώς στασιμότητας και φθοράς.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι μήνες που πέρασαν προσέφεραν ευκαιρίες σταθεροποίησης. Κάποιες πληγές που προξένησε η νέα πλειοψηφία ή άλλες που είχε αφήσει ανοικτές η προηγούμενη κατάσταση μπήκαν σε φάση δύσκολης θεραπείας. Είναι επίσης σωστό ότι πολλές αποφάσεις έχουν πλέον ληφθεί και κάποιες ακόμη θα προχωρήσουν εφόσον κλείσει η περίφημη αξιολόγηση τον Ιανουάριο.
Οσο όμως η κυβέρνηση παραμένει δέσμια του πολιτικού κόστους, κρίσιμα ζητήματα όπως είναι τα «κόκκινα» δάνεια και η διάσωση των τραπεζών, η προσέλκυση νέων επενδύσεων και η αξιοποίηση όσων έγιναν τα τελευταία χρόνια, δεν θα επιλύονται. Με αποτέλεσμα να καταστεί εμφανές, το πολύ με την έλευση της άνοιξης, ότι η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί χωρίς μια ριζοσπαστική αλλαγή διακυβέρνησης. Το ερώτημα είναι αν η αλλαγή αυτή θα είναι καθεστωτική ή δημοκρατική. Η εμπειρία των δύο ετών δεν επιτρέπει αυθόρμητες απαντήσεις.
Πηγή: Καθημερινή