του Στέφανου Κασιμάτη
Οταν, στη συζήτηση στη Βουλή για την Παιδεία, άκουσα τον πρωθυπουργό να αναφέρεται στη «χώρα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη», υπέθεσα προς στιγμήν ότι εννοούσε τα δύο τραμ της Αθήνας, τα οποία φέρουν υπερηφάνως τα ονόματα των δύο μεγίστων φιλοσόφων. Πρόκειται, ασφαλώς, για γελοιότητα και την παράγει η υποχρεωτική σύγκριση ανάμεσα στο βάρος του ονόματος και την ευτέλεια του ονοματοδοτούμενου αντικειμένου – γιατί όσο ακριβό και αν είναι ένα τραμ, δεν παύει να είναι ένα τραμ. Είναι μια γελοιότητα, όμως, με σκοπό. Θέλει να δείξει την περίφημη συνέχεια του έθνους. Πόσο κοντά είμαστε με εκείνους των οποίων τη γλώσσα (την εξέλιξή της) μιλούμε σήμερα. Πόσο ζυμωμένη είναι η κλασική αρχαιότητα με την καθημερινότητά μας. Στην πραγματικότητα, όμως, τέτοιου είδους πλαστή οικειότητα προδίδει ανασφάλεια.
Ας μη νομίζουμε όμως ότι οι άλλοι δεν αντιλαμβάνονται τη βαθύτερη αμηχανία μας απέναντι στον μύθο που ακόμη μας τρέφει ψυχολογικά. Εμαθα, λ.χ., ότι τότε που είχε επισκεφθεί την Αθήνα ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Φ.-Β. Στάινμαγερ, το διαπίστωσε με τον τρόπο του. Τον πήγαν στον αρχαιολογικό χώρο του Ραμνούντα, όπου ο Γερμανός υπουργός πήρε μια ιδέα ελληνικής «ιδιαιτερότητας». Διότι τα κλειδιά του περιφραγμένου χώρου το κράτος τα έχει εμπιστευθεί, με κάποιο τρόπο, στον συμπαθέστατο, εντιμότατο και αξιέπαινο ιδιοκτήτη της κοντινής ταβέρνας, ο οποίος εκτελεί χρέη αρχαιοφύλακα με ευσυνειδησία και φιλότιμο. Αλλά δεν παύει να είναι ο ιδιοκτήτης της κοντινής ταβέρνας! (Η συνύπαρξη των δύο αυτών ρόλων στο ίδιο πρόσωπο είναι ενδεχομένως το προϊόν αυτού που ο Καβάφης ονομάζει «ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών» του Ελληνισμού…)
Πάντως, παρότι είχε περάσει το ωράριο, ο καλός άνθρωπος άνοιξε τον χώρο ειδικά για τον υψηλό επισκέπτη, δείχνοντας τη φιλόξενη διάθεση για την οποία είμαστε τόσο περήφανοι ως έθνος. Ο Στάινμαγερ έπιασε και την κουβέντα μάλιστα. «Είναι κρίμα», είπε προς τον φύλακα-εστιάτορα. «Γιατί οι Αραβες τι θα είναι σε δεκαπέντε χρόνια χωρίς τα πετρέλαια; Ενώ εσείς έχετε πάντα αυτά» και έδειξε τα ένδοξα ερείπια γύρω του. Ο άνθρωπος το είπε με την καλύτερη των διαθέσεων, είμαι βέβαιος. Σε ένα πρώτο επίπεδο μάλιστα, έχει και δίκιο: Δεν μπορεί να έχουμε τέτοια μοναδική αρχαιολογική κληρονομιά και από τη μία να κοκορευόμαστε, ενώ από την άλλη αδιαφορούμε. (Παρεμπιπτόντως, μόνο αν καταλάβεις πως το ίδιο θέμα μπορεί να προκαλεί στον Ελληνα ταυτοχρόνως άγρια ευθιξία και γαϊδουρινή αδιαφορία, αρχίζεις να υποψιάζεσαι τι εστί Υπαρκτός Ελληνισμός…)
Προχωρώντας κάτω από την επιφάνεια της δήλωσης, οι κουβέντες αυτές μου αφήνουν κάτι πολύ δυσάρεστο, όπως όταν αντιλαμβάνεσαι πίσω από την πλάτη σου την καταφρόνια των άλλων. Δηλαδή, το καλύτερο που μπορούμε να φανταζόμαστε για το μέλλον μας είναι ένα νοικοκυρεμένο θεματικό πάρκο για κλασικές αρχαιότητες; Αφήστε δε την εξομοίωση με τους Αραβες, η οποία υπονοεί τον ρόλο του τυχαίου μεταξύ κληρονόμου και κληρονομιάς. (Προφανώς, δεν έχουμε πείσει και πολύ ως απόγονοι ενδόξων προγόνων. Sad…)
Ως προς το ερώτημα, προσωπικώς, λέω ναι. Θα ήθελα η χώρα μου να εκμεταλλευθεί (μη φοβόμαστε τη λέξη) με τον πιο σύγχρονο και προσοδοφόρο τρόπο την κληρονομιά της, πάντα μέσα στα όρια της απαραίτητης προστασίας της. Θα ήθελα όμως και κάτι περισσότερο: Να βρίσκεται, με τις όποιες δυνάμεις της, ή έστω να τείνει προς το κέντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων. Σήμερα, μπορεί να διαφωνούν στην Ευρώπη ως προς την αντιμετώπιση του προβλήματος, όμως όλοι και ο καθένας ξεχωριστά κάνουν κάτι για την προσαρμογή με την παγκοσμιοποίηση. Εκτός από εμάς, που δεν κάνουμε τίποτε για τον εαυτό μας και έχουμε αφεθεί σε μια κυβέρνηση μεταλλαγμένων κομμουνιστών που κήρυξαν το «όπισθεν ολοταχώς» προς την Ελλάδα της δεκαετίας του 1980, την Ελλαδάρα. Γιατί να μη μας συγκρίνουν λοιπόν με τους Αραβες;
Πηγή: Καθημερινή