του Βασίλη Νέδου
Οι αιτίες της κατάρρευσης του πολιτικού συστήματος της περιόδου 1974-2015, όπως αυτή καταγράφηκε από την τήξη του ΠΑΣΟΚ και την καχεξία της Ν.Δ. κατά την τελευταία μνημονιακή εξαετία, είναι αρκετές. Ενα βασικό χαρακτηριστικό της ήταν η χρόνια αναξιοκρατία των δύο βασικών κομματικών μηχανισμών οι οποίοι κυβέρνησαν την Ελλάδα για σχεδόν σαράντα χρόνια. Παρά τη σιωπηλή κοινωνική αποδοχή αυτής της ιδιότυπης κομματοκρατίας, σπάνια υπήρξαν μέσα σε αυτούς τους δύο μηχανισμούς διεκδίκησης και άσκησης της εξουσίας αντιστάσεις. Κάθε προσπάθεια για εκσυγχρονισμό και άνοιγμα των κομμάτων στην κοινωνία έπεφτε στο βαθύ και πηχτό σκοτάδι των μηχανισμών. Ενας από τους λόγους της μετεωρικής ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο από το 2010 και μετά, ήταν και η ελπίδα ότι αυτή η απύθμενη «κομματοκρατία» θα έβρισκε το τέλος που της αξίζει. Οι πρώτοι 20 μήνες της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνουν κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, ο κρατικός μηχανισμός στελεχώνεται και οι τάξεις του εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να πυκνώνονται από τα πιο πιστά κομματικά στελέχη και κάποιους «φίλους», οι οποίοι ως διά μαγείας πάντα είναι παρόντες όταν υπάρχει εξουσία να διαμοιρασθεί. Αυτή η πραγματικότητα φαίνεται ανάγλυφα ακόμη και στις πιο απλές υποχρεώσεις που πρέπει να εκπληρώσουν υπουργοί και άλλα κυβερνητικά στελέχη. Με εξαίρεση δύο-τρία υπουργεία, τα οποία διαθέτουν σημαντική υπηρεσιακή ραχοκοκαλιά, στο μεγαλύτερο κομμάτι του κρατικού μηχανισμού επικρατεί ένας εσμός πραγματικά αχρήστων. Δεν πρόκειται για ιδεολογικό ή πολιτικό ζήτημα. Πρόκειται για ανθρώπους οι οποίοι δεν μπορούν να γράψουν σωστά ούτε μια γραφειοκρατικά μονότονη και τεχνοκρατικά παιδαριώδη παράγραφο νομοσχεδίου.
Υπό αυτήν την έννοια, ο ΣΥΡΙΖΑ κληρονόμησε τις βέλτιστες πρακτικές του μεταπολιτευτικού κομματισμού. Κράτος και κόμμα προχωρούν αγκαζέ, δίχως καμία απολύτως αλλαγή προσανατολισμού. Ενδεχομένως μοιάζει ουτοπικό ή και δευτερεύον στην παρούσα, πολλαπλώς κρίσιμη περίοδο την οποία διανύει η χώρα, ωστόσο υγιείς βάσεις για τη σταθεροποίηση και την ανάκαμψη δεν μπορεί να υπάρξουν εάν απλά αρκεστούμε στο ότι άλλαξαν οι πρώην κομματικοί καρεκλοκένταυροι και αντικαταστάθηκαν από νεότερους. Είναι μια συνταγή που οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία και με μαθηματική ακρίβεια θα δημιουργήσει νέες ορδές κομματικών παρασίτων με μόνο ταλέντο την κομματική «ευελιξία».
Ο Αλέξης Τσίπρας έχει ακόμη χρόνο να αλλάξει πρακτική, αν και κάτι τέτοιο δεν μοιάζει πια ιδιαίτερα πιθανό, με δεδομένη τη σχεδόν πολεμική κατάσταση που επικρατεί στο πολιτικό σκηνικό, όπου –περίπου– άπαντες καλούνται να επιλέξουν πλευρά. Αν ο πρωθυπουργός δεν καταφέρει να παίξει τον ρόλο του «ειρηνοποιού», εκείνου δηλαδή του ηγέτη που θα «ανοίξει το παιχνίδι» για όποιον μπορεί πραγματικά να προσφέρει στην υπόθεση της χώρας, τότε εξ ορισμού το καθήκον αυτό πέφτει στους ώμους του επόμενου. Αυτό σημαίνει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, πρόεδρος ενός οργανισμού που έχει μακρά ιστορία αλλά και ουκ ολίγες εσωτερικές αγκυλώσεις και βαρωνίες, θα πρέπει να είναι έτοιμος ώστε, όποτε και αν γίνει πρωθυπουργός, να προσελκύσει στο κράτος ανθρώπους χωρίς κομματική ταυτότητα. Πολλοί από τους περίπου 400.000 Ελληνες της νέας διασποράς θα ρίσκαραν την επιστροφή τους, εάν υπήρχε ένας στόχος εθνικός και ακομμάτιστος.
Πηγή: Καθημερινή