της Μαρίας Κατσουνάκη
Οπου το λέω μου απαντούν ότι «ανέκαθεν έτσι ήταν». Οτι πάντα υπήρχαν πολλές παράλληλες πραγματικότητες, οι οποίες δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους, για την ακρίβεια η μία αγνοούσε την ύπαρξη της άλλης.
Οτι ο καθένας ζούσε μέσα σε ένα δικό του σύμπαν, το οποίο, πίστευε, πως περιέκλειε τον κόσμο όλο, τουλάχιστον το μέρος του κόσμου που για τον ίδιον είναι το πιο σημαντικό.
Η παρατήρησή μου είναι εμπειρική, προέκυψε και εντάθηκε τα τελευταία χρόνια, με την ίδια ευκολία που συγκροτείται, με την ίδια και αναιρείται.
Η περιχαράκωση στα πέριξ εαυτού απογειώθηκε με την εξάπλωση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (Facebook και Twitter). Ο κάθε χρήστης μπορεί να είναι ευχαριστημένος ή δυσαρεστημένος ανάλογα με τα likes με τα οποία υποδέχονται οι διαδικτυακοί συνομιλητές του ένα σχόλιο, μια οποιαδήποτε ανάρτηση. Συχνά, η εξάρτηση αυτή γίνεται τόσο βασανιστική και απόλυτη, ώστε να επηρεάζει τη διάθεση, τον τρόπο σκέψης (να γίνεται πιο συμβατός με τους followers ώστε να «αρέσει»), την καθημερινότητα. Ο εαυτός σμιλεύεται σιγά σιγά, συνδιαμορφώνεται, παίρνει το διαδικτυακό σχήμα του.
Ετσι, άμα δεν ανήκεις στην ίδια ομάδα συνομιλητών, δύσκολα καθίστασαι «ορατός», ακόμη κι αν πρόκειται για συνάδελφο, συνεργάτη, φίλο ή συγγενή.
Αυτή είναι η μία πλευρά των social media, η οποία έχει επαρκώς σχολιαστεί και αναλυθεί, καθώς έχει εισβάλει με τρόπο αναπάντεχο, συχνά βίαιο στη ζωή των ανθρώπων. Η ανατροπή, όπως και κάθε ανατροπή, είναι και ευεργετική, προσφέροντας ενημέρωση, θεραπευτικές αυταπάτες, ζυμώσεις, με άλλα λόγια αποκαθιστά μια κοινωνικότητα που δεν προϋποθέτει μετακίνηση.
Ομως το θέμα «παράλληλες πραγματικότητες» έχει και μια άλλη πλευρά, λιγότερο δημοφιλή και περισσότερο σιωπηλή. Ανθρώπους, όλο και περισσότερους, κλεισμένους σε κόσμους προκλητικά και αινιγματικά απόντες από ό,τι θεωρούμε πως λογίζεται ως συναντίληψη, ως κοινός άξονας ερμηνείας των φαινομένων.
Το ίδιο γεγονός (πολιτικό ή κοινωνικό) αντιμετωπίζεται με τόσο διαφορετικούς τρόπους, που εντέλει αναρωτιέσαι αν πρόκειται για το ίδιο θέμα. Αν πρόκειται, για παράδειγμα, για κατάληψη δημόσιου κτιρίου, καταστροφή δημόσιου χώρου, κακοποίηση κρατουμένου ή κάτι εντελώς διαφορετικό. Η απόκλιση στην ερμηνεία των ίδιων –μα εντελώς ίδιων– εικόνων είναι τόση, που αρχίζει και αμφιβάλλει κανείς για το πού αρχίζουν η συνειδητή στρέβλωση και πού η διαταραχή.
Η επιδεινούμενη και διαρκώς ανανεούμενη ανασφάλεια, ασάφεια και επικινδυνότητα, όχι μόνο της ελληνικής συνθήκης αλλά και του κόσμου που μας περιβάλλει, πολλαπλασιάζει την πληροφορία και την καθιστά πιο συνθέτη, πιο κρυπτογραφημένη.
Στο σημείο αυτό παρεμβαίνουν οργανωμένοι μηχανισμοί παραπληροφόρησης και θεωρίες συνωμοσίας που βρίσκουν πρόσφορο έδαφος μέσα στη γενική αβεβαιότητα, τη θορυβώδη κατάρρευση μύθων, την άβολη και διαρκώς συρρικνούμενη καθημερινότητα, τα θεμελιώδη που ξεχερσώνονται, τα κενά που χάσκουν, τις απώλειες που δύσκολα αναπληρώνονται.
Η παραπληροφόρηση και οι θεωρίες συνωμοσίας, «παιδιά» και τα δύο του ίδιου αυταρχικού «γονέα», προσφέρουν εικονικές βεβαιότητες. Οι ατεκμηρίωτες απαντήσεις, οι ρητές διαβεβαιώσεις που επινοούν εχθρούς και απεχθάνονται την αμφιβολία έχουν ισχύ σωσιβίου. Μπορεί να οδηγεί ταχύτερα στον βυθό, αλλά όποιος το χρησιμοποιεί νομίζει ότι επιπλέει. Ο αυταρχισμός, όπως κι αν εμφανίζεται, εκσυγχρονιστικός ή παραδοσιακός, δεν υπάρχει χωρίς ανελευθερία, βία και εθνικισμό.
Μέσα σε αυτές τις παράλληλες, ασύμπτωτες, πραγματικότητες, διαλύονται η κοινωνική συνοχή και η όποια επικοινωνία. Η κατανόηση του κόσμου γίνεται όλο και πιο αποσπασματική, ώσπου παύει να υπάρχει.
Εξουδετερώνεται. Τα τείχη που ορθώνονται φαίνονται όλο και πιο βολικά, όλο και πιο κανονικά.
Πηγή: Καθημερινή