της Μαρίας Κατσουνάκη
Η σκέψη είναι πολύ απλή: πώς μπορεί να ζει ένα κράτος με συνεχείς διαρροές; Οι νέοι επιστήμονες φεύγουν, τα χρήματα φεύγουν (η φοροδιαφυγή απογειώθηκε μαζί με την υπερφορολόγηση), οι καταθέσεις έχουν φύγει, οι επιχειρήσεις φεύγουν, οι επενδύσεις φεύγουν… οι μετανάστες, κι αυτοί, θα ήθελαν απεγνωσμένα να φύγουν αν μπορούσαν. Τι μένει; Εύκολο. Τα χειρότερα και τα πιο δύσκολα στη διαχείρισή τους. Μαζί με κάθε άλλο παρά επωφελή για το μέλλον μας συναισθήματα και συνήθειες: φόβος, μίσος, χλεύη, ιδεοληψία, θεωρίες συνωμοσίας… Και βέβαια άρνηση, διαρκή προσκόμματα και αντιστάσεις σε όποια προσπάθεια αποκοπής από συνήθειες του παρελθόντος που δοκιμάστηκαν και αποδείχθηκαν καταστροφικές. Αυτό ως γενική αίσθηση, γιατί αν αρχίσει να παραθέτει κανείς παραδείγματα, χάνεται στην περιπτωσιολογία των, εξαντλητικών στην επανάληψή τους, επιμέρους επιχειρημάτων. Κι αυτό είναι, ίσως, το πιο ασφυκτικό: η δίνη της επανάληψης. Είτε μιλάμε για την επένδυση στο Ελληνικό είτε για την κατασκευή τεμένους.
Μέχρι στιγμής η κυβέρνηση διακηρύσσει την αποστροφή της για το «παλιό πολιτικό σύστημα», βαδίζοντας στον δρόμο που εκείνο έχει χαράξει. Η ειρωνεία αυτή είναι η πιο φαντασμαγορική (αυτ)απάτη. Γιατί οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έναν, τον ίδιο, τρόπο άσκησης εξουσίας γνωρίζουν και αυτόν επαναλαμβάνουν, συνέβαλαν και στο παρελθόν, από άλλες θέσεις, στην ενδυνάμωσή του και τώρα, ως κυβέρνηση, φροντίζουν για την πιστή αναπαραγωγή του.
Η επικαιρότητα της τελευταίας εβδομάδας κινήθηκε ανάμεσα στο κόκκινο και στο γκρίζο. Ανάμεσα σε «κόκκινα» δάνεια και γραμμές που «δεν καταπατώνται», ανάμεσα σε παλινδρομήσεις και αδιευκρίνιστες θέσεις ακόμη και για προφανή θέματα, όπως οι καταλήψεις εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, δημόσιων ή ιδιωτικών κτιρίων.
Τι παράγει όλη αυτή η συνθήκη; Φτώχεια. Οικονομική, πνευματική, συναισθηματική. Δεν αδειάζουν μόνο τα ταμεία, η χώρα από μυαλά και ιδέες, αλλά και οι ψυχές από αποθέματα κουράγιου και ενέργειας.
Η παρακμή δεν κάνει μόνο βίαια αισθητή την παρουσία της. Εξάλλου, το έχουμε ζήσει κι αυτό. Εχει κάτι νανουριστικό, υπνωτίζει και εξουθενώνει, καθώς το «όλο και λιγότερο» στο οποίο οφείλει να προσαρμοστεί κανείς, η διαρκής έκπτωση, δεν είναι ένα εξαργυρώσιμο κουπόνι. Δεν προσδοκάς το καλύτερο, αναμένεις την επόμενη μείωση, την επόμενη υποβάθμιση. Η προσαρμογή στο «λιγότερο» γίνεται δεύτερη φύση. Ενα νέο είδος Νεοέλληνα κάνει την εμφάνισή του, με ασαφή και συγκεχυμένα ακόμη χαρακτηριστικά.
Πηγή: Καθημερινή