της Χρύσας Λιάγγου
Το «τίμημα» της διαφύλαξης με κάθε τρόπο του δημόσιου χαρακτήρα της, σε μια αγορά που θα έπρεπε να έχει απελευθερωθεί από το 2001, καλείται να πληρώσει η ΔΕΗ, καθώς τα περιθώρια ανοχής της Ε.Ε. εξαντλήθηκαν και επιβάλλονται μέτρα που για πρώτη φορά θίγουν σοβαρά την πρωτοκαθεδρία της στην αγορά. Η συγκυρία βρίσκει τη ΔΕΗ με ένα τεράστιο πρόβλημα ρευστότητας λόγω των συσσωρευμένων ανεξόφλητων οφειλών άνω των 2,5 δισ. ευρώ, που δεν της επιτρέπει να ανταποκριθεί με συνέπεια στις υποχρεώσεις της προς προμηθευτές και εργολάβους, με συνολικό χρέος περί τα 5 δισ. ευρώ και υποχρέωση αποπληρωμής δανείων περίπου 1,5 δισ. ευρώ φέτος και το 2017. Η λιγνιτική της παραγωγή έχει συρρικνωθεί δραματικά, ενώ υποχρεώνεται να συντηρεί μονάδες και ορυχεία που μένουν εκτός λειτουργίας, καθώς η έλλειψη επενδύσεων εκσυγχρονισμού τους τις έχει καταστήσει μη ανταγωνιστικές έναντι των μονάδων φυσικού αερίου. Σε εφαρμογή του σχεδίου μείωσης των μεριδίων της μέσω διάθεσης σε τρίτους λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής παραγωγής, έναντι του σχεδίου πώλησης μονάδων που η κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε και πέτυχε με τους πιστωτές, η ΔΕΗ από τον προσεχή Σεπτέμβριο και μέχρι το τέλος του 2017 θα πρέπει να περιορίσει το μερίδιο αγοράς της από το 92% περίπου σήμερα στο 49,24%. Αυτό σημαίνει ότι θα χάσει τα 3 από τα 6 δισ. ευρώ του τζίρου της και ταυτόχρονα θα έχει απώλειες κερδών περί τα 200 εκατ. ευρώ από την υποχρεωτική απόσχιση του ΑΔΜΗΕ, χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα διασφαλίσει κάποιο ικανοποιητικό τίμημα έναντι αυτής της υποχρέωσης.
Οι ανησυχίες που εξέφρασε δημοσίως σε συνέντευξη Τύπου την περασμένη εβδομάδα ο επικεφαλής της επιχείρησης Μανόλης Παναγιωτάκης, ανακοινώνοντας τις εκπτώσεις 15% στα τιμολόγια για «συνεπείς» οικιακούς και εμπορικούς καταναλωτές, είναι παραπάνω από εύλογες. Ο κ. Παναγιωτάκης παραδέχτηκε δημοσίως προχθές ότι διαμορφώνεται μια κατάσταση που απειλεί τη βιωσιμότητα της ΔΕΗ. Ακόμη πιο ανησυχητική όμως, όχι μόνο για τη ΔΕΗ αλλά και το σύνολο της οικονομίας, είναι η παραδοχή του κ. Παναγιωτάκη για την κατάσταση της επιχείρησης ενώπιον της κλειστής συνεδρίασης της Επιτροπής για την Ενέργεια του ΣΕΒ. «Εχω ανεξόφλητες οφειλές πάνω από 2,5 δισ., το 35% των πελατών μου δεν πληρώνει τους λογαριασμούς του, το 50% των συνεπών πελατών μου θα πάει σε ιδιώτες παρόχους, θα μείνω με τους κακοπληρωτές και με τα “φέσια”. Βοηθήστε με γιατί καταρρέω και θα σας πάρω και σας μαζί μου», είπε απευθυνόμενος στους εκπροσώπους της βιομηχανίας ο κ. Παναγιωτάκης. Η διοίκηση του κ. Παναγιωτάκη βεβαίως δεν ευθύνεται για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ΔΕΗ σήμερα. Είναι γνωστό εξάλλου σε όσους παρακολουθούν τον ενεργειακό τομέα, ότι ο ίδιος αναγνωρίζοντας τους κινδύνους που δημιουργεί όχι μόνο για τη ΔΕΗ αλλά για την ασφάλεια εφοδιασμού της χώρας σε ηλεκτρισμό το μέτρο των δημοπρασιών, έδωσε μάχη για να πείσει τους πολιτικούς του προϊσταμένους για άλλες λύσεις, προτείνοντας συμπράξεις με ιδιώτες σε νέες ή και παλαιές μονάδες. Το προεκλογικό σύνθημα όμως για «δημόσια ΔΕΗ» κυριάρχησε έναντι ορθολογικών λύσεων, όπως αυτή της πώλησης μονάδων, με αποτέλεσμα να έχει προκριθεί το πιο επισφαλές σενάριο για τη ΔΕΗ, με τον μεγαλύτερο κίνδυνο να οδηγήσει σε «μπλακ άουτ» και τελικά να μην αποφευχθεί και το απευκταίο σχέδιο της πώλησης μονάδων και μάλιστα με τους χειρότερους όρους. Η τελευταία ευκαιρία της χώρας να αντιμετωπίσει με ορθολογικό τρόπο και σχεδιασμό το άνοιγμα της αγοράς, χάθηκε στο όνομα της δημόσιας ΔΕΗ και του πολιτικού κόστους.
Το σενάριο που επελέγη, δεν δημιουργεί κανένα κίνητρο στους ιδιώτες για επενδύσεις στην παραγωγή και ταυτόχρονα στερεί από τη ΔΕΗ, λόγω της οικονομικής στενότητας στην οποία οδηγείται, κάθε δυνατότητα εκσυγχρονισμού των επενδύσεών της. Ρεύμα που θα παράγεται από αντι-οικονομικές μονάδες θα διατίθεται στους ιδιώτες παρόχους σε τιμή που να τους αφήνει εύλογο κέρδος για να το πουλήσουν στους καταναλωτές ή ακόμη και να το εξάγουν. Ακόμη και εάν η ΔΕΗ δεν «σκάσει», ενδεχόμενο που δεν αποκλείουν ακόμη και μετριοπαθείς αναλυτές, η αδυναμία συντήρησης και μόνο κάποιων μονάδων μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην ομαλή ηλεκτροδότηση της χώρας. Στην περίπτωση της πώλησης μονάδων, η ΔΕΗ θα διασφάλιζε έσοδα και οι ιδιώτες που θα είχαν επενδύσει θα ήταν υποχρεωμένοι σε πρόσθετες επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό των μονάδων, προκειμένου να ισχυροποιήσουν τη θέση στους στον ανταγωνισμό. Αυτό θα οδηγούσε σε πραγματικά μακροπρόθεσμα χαμηλά κόστη για τους καταναλωτές έναντι των συγκυριακών, λόγω χαμηλών τιμών των καυσίμων σήμερα.
Πηγή: Καθημερινή