της Μαρίας Κατσουνάκη
Δημοσιογράφοι και εκδότες που εκβιάζουν, καταγγελίες επιχειρηματιών για συκοφαντική εκστρατεία από δημοσιογράφους, παράγοντες του δημόσιου βίου, της πολιτικής και της δικαστικής εξουσίας σε ένα γαϊτανάκι αλληλοκατηγοριών. Καταγγελίες ότι η εκτελεστική εξουσία παρεμβαίνει στη λειτουργία της δικαστικής. Από την άλλη πλευρά, η πρωτόγνωρη ενέργεια της προέδρου του Αρείου Πάγου να καταθέσει μήνυση για εξύβριση και δυσφήμιση κατά του καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Στ. Τσακυράκη με αφορμή επικριτικό σχόλιό του στην προσωπική του ιστοσελίδα. Στο πλευρό του κ. Τσακυράκη τάχθηκαν με επιστολή τους 14 διακεκριμένοι συνταγματολόγοι. Καλούν την πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θάνου, να αποσύρει «τη νομικά αστήρικτη και σε κάθε περίπτωση ηθικά ελεγκτέα μήνυσή της». Παράλληλα και το δικηγορικό σώμα δηλώνει «τη βαθιά ανησυχία του και την απόλυτη εναντίωσή του προς συμπεριφορές που θέτουν σε δοκιμασία τόσο αυτονόητα και αδιαπραγμάτευτα για ευρωπαϊκές κοινωνίες ανθρώπινα δικαιώματα, όπως η ελεύθερη έκφραση των ιδεών και η άσκηση δημόσιας κριτικής σε όσους ασκούν δημόσια λειτουργία».
Ευτυχώς. Τουλάχιστον σε ορισμένες περιοχές του δημόσιου βίου υπάρχουν ακόμη ανακλαστικά. Γιατί η ΕΣΗΕΑ, για παράδειγμα, μετά τη σύλληψη δύο δημοσιογράφων και ενός εκδότη με κατηγορία την εκβίαση επιχειρηματιών, ΔΕΚΟ και τραπεζών εξέδωσε μια χλιαρή ανακοίνωση, εκφράζοντας «την ανησυχία» και τον «προβληματισμό» της, αλλά και «την απόλυτη αντίθεσή της στα φαινόμενα της διαπλοκής». Λες και υπήρχε οποιαδήποτε περίπτωση να εκδοθεί ανακοίνωση που θα μιλούσε με συμπάθεια για τη διαπλοκή. Το ανησυχητικό όμως για την πολιτεία, την κοινωνία και τους ενεχόμενους σε σκάνδαλα επαγγελματικούς κλάδους είναι ότι συμβαίνουν όλα αυτά χωρίς να ανοίγει ρουθούνι. Εξηγούμαστε: μπορούν, χρόνια τώρα, οι δημοσιογράφοι να εργάζονται σε εφημερίδες και παράλληλα να αναλαμβάνουν την επικοινωνία οργανισμών, εταιρειών κ.ο.κ., χωρίς να θεωρείται επιλήψιμη ή ασύμβατη η διπλή αυτή ιδιότητα. Η ΕΣΗΕΑ, μάλιστα, ανέκαθεν συγκάλυπτε τη δραστηριότητα αυτή, αρνούμενη να θέσει όρια, να εφαρμόσει κανόνες δεοντολογίας, να τιμωρήσει πειθαρχικά τους παραβάτες. Ενα μέρος του κλάδου αποθρασύνθηκε παρασύροντας στην αναξιοπιστία και τους δημοσιογράφους εκείνους που προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους. Χρόνια τώρα επιβιώνει, αυγαταίνει και κακοφορμίζει η ίδια συνθήκη. Με την ΕΣΗΕΑ να σιωπά γνωρίζοντας.
Τώρα, όμως, που οι προσκρούσεις με τον πάτο είναι διαρκείς και απανωτές, ανοίγουν όλα τα αποστήματα. Ενα προς ένα. Και επιμολυσμένα μέλη εμφανίζονται παντού. Στους δημοσιογράφους, στους πολιτικούς, στους δικαστικούς. Παντού.
Τι συμβαίνει όμως σε μια χώρα όπου καταργείται η διάκριση των εξουσιών; Η νομιμότητα εφαρμόζεται α λα καρτ, η εμπιστοσύνη υποκαθίσταται από την καχυποψία και ο δημόσιος διάλογος από τη λασπολογία και τα σενάρια συνωμοσίας. Ο καθένας μπορεί να επικαλείται ό,τι να ’ναι, να καταφέρεται εναντίον του υπαρκτού ή κατασκευασμένου, για λόγους σκοπιμοτήτων, εχθρού, αφού και η Δικαιοσύνη, η οποία είναι αρμόδια, εμφανίζεται ως μέρος της ίδιας διαπλοκής.
Επικίνδυνη κατάσταση. Η διαπλοκή παίρνει διαστάσεις τέτοιες που μοιάζει με ψωμοτύρι, η κατάχρηση εξουσίας εξισώνεται με τη νόμιμη και αναγκαία χρήση της, η επιβολή των ορίων μοιάζει εξαιρετικά επίπονη διαδικασία αφού τα όρια αυτά συνεχώς μετακινούνται, καταπίνοντας «κόκκινες γραμμές» και όρκους για την τήρησή τους. Η χώρα, ακόμη κι αν δεν είναι, δίνει την εντύπωση της ακυβέρνητης. Οι αρχές της νομιμότητας, η διάκριση των εξουσιών, ο έλεγχος των εξουσιών, δικαστές κατηγορούν την εκτελεστική εξουσία και αντίστροφα, το αυτονόητο δικαίωμα της άσκησης κριτικής προκαλεί μηνύσεις κ.ο.κ. Μια δημοκρατία σε ανισόρροπη πορεία. Η ασυλία της ανομίας, χρόνια τώρα, δεν θα έμενε χωρίς κόστος.
Πηγή: Καθημερινή