του Φώτη Γεωργελέ
Αυτές τις μέρες, μερικές δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας που είχαν μετοχές των ελληνικών τραπεζών, είδαν την περιουσία τους να καταστρέφεται. Όχι να μειώνεται, όχι να «κουρεύεται», αλλά να διαγράφεται, να μηδενίζεται. Ο μεγαλύτερος χαμένος όμως ήταν ο μεγαλομέτοχος των τραπεζών, το ελληνικό δημόσιο, δηλαδή εμείς. Πριν από ενάμιση χρόνο, όταν η τότε κυβέρνηση πούλησε ένα τμήμα της Eurobank σε ιδιώτες με τιμή 0,31 τη μετοχή, η αντιπολίτευση και σημερινή κυβέρνηση μιλούσε για «ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας» και απειλούσε με δικαστήρια. Σήμερα η μετοχή της Eurobank πουλήθηκε με 0,01 ευρώ. Υπήρχαν και μετοχές άλλων τραπεζών που άλλαξαν χέρια με τιμή 0,003 ευρώ. Το κράτος έχασε μια τεράστια περιουσία η οποία θα απομείωνε στο μέλλον το χρέος. Και οι τράπεζες βρέθηκαν στα χέρια ξένων hedge funds. Γιατί έγινε έτσι, με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, αυτή η επιχείρηση; Γιατί η αξιολόγηση δεν προχωράει, τα λεφτά δεν εκταμιεύονται και πλησιάζει η 1/1/2016 μετά την οποία οι τράπεζες διασώζονται με κούρεμα καταθέσεων. Δηλαδή με κατεδάφιση της ελληνικής οικονομίας και με κίνδυνο κάποιοι να φύγουν με ελικόπτερο. Μπροστά σ’ αυτή την προοπτική, με συνοπτικές διαδικασίες, όλα έγιναν βιαστικά και με το χειρότερο τρόπο για το δημόσιο συμφέρον. Παραδόξως τώρα δεν μιλάει κανείς για «ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας». Πού είναι όλοι αυτοί οι αγανακτισμένοι που φώναζαν στη πλατεία Συντάγματος ότι «σώζουν τις τράπεζες»;
Πώς φτάσαμε ως εκεί; Δεν σας το έχουμε πει, διέφυγε η είδηση από τα ελληνικά media, αλλά μια μέρα του Ιουλίου το CNN ξεκίνησε το δελτίο του με την είδηση «σήμερα η Ελλάς πτώχευσε». Εκείνο τον καιρό εμείς συζητούσαμε για άλλα πιο περήφανα πράγματα. Η χώρα βγήκε από το πρόγραμμα, αποσυνδέθηκε από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα, δεν πλήρωσε τη δόση στο ΔΝΤ, οι τράπεζες έκλεισαν, επιβλήθηκαν capital controls. Οι καταθέσεις ήδη είχαν αποσυρθεί από το φοβισμένο κόσμο, τα δάνεια έγιναν «κόκκινα» καθώς κάποιοι αφελείς συμπολίτες μας πίστεψαν στις υποσχέσεις για «σεισάχθεια». Οι τράπεζες απαξιώθηκαν. Ήταν 18, 25 δις ή παραπάνω η απώλεια μόνο από την απαξίωση των τραπεζών; Θα το υπολογίσουν οι οικονομολόγοι. Και ο ελληνικός λαός, καθώς θα πληρώνει καμιά δεκαριά Ενφια για να αναπληρώσει αυτό το χαμένο ποσόν. Έτσι σιγά-σιγά ίσως αντιληφθούν και οι περήφανοι συμπολίτες μας που τραγουδούσαν στο Σύνταγμα το βράδυ του δημοψηφίσματος, τι φοβόντουσαν και τι προέβλεπαν οι άλλοι συμπολίτες μας, αυτοί που τους αποκαλούσαν «προδότες». Αν και το περήφανο «Όχι» μέσα σε μια βδομάδα μετατράπηκε σε έντιμο «Ναι» και η χώρα επανασυνδέθηκε με το σωληνάκι του ορού της μηχανικής υποστήριξης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ζημιές στο σώμα της ελληνικής οικονομίας είναι μεγάλες και θα τις αντιλαμβανόμαστε όλοι σιγά-σιγά. Δυστυχώς όταν καταλάβει η κοινή γνώμη τη ζημιά θα είναι αργά. Είναι ήδη αργά.
Αυτό τον καιρό δεν έγινε φανερή η υποκρισία και ο διπλός λόγος μόνο του πολιτικού προσωπικού, αλλά και των μέσων ενημέρωσης, των δημοσιογράφων. Αυτών που κατήγγελλαν 5 χρόνια το «νεοφιλελευθερισμό» και τις «αντιλαϊκές πολιτικές» και τώρα, ψύχραιμοι, τα αντιμετωπίζουν ως αναγκαία πολιτική για να διατηρηθεί στην εξουσία η «πρώτη φορά αριστερά» κυβέρνηση. Λέει ένας απ’ αυτούς σε φιλοκυβερνητική εφημερίδα: Αν δεν με απατά η μνήμη μου, και τα 3 κόμματα της αντιπολίτευσης ζητούσαν μετ’ επιτάσεως από τον Τσίπρα να υπογράψει συμφωνία, την όποια συμφωνία, προκειμένου να μη βγει η χώρα από την ΟΝΕ. Τι θέλουν τώρα; Γιατί κάνουν αντιπολίτευση;
Γράφει με άλλα λόγια αυτό που λέει και η κυβέρνηση στην αντιπολίτευση: Θα μας παραστήσετε τους αντιμνημονιακούς τώρα; Που λέει στους βουλευτές της όταν δεν θέλουν να ψηφίσουν: Ξέρατε τι συμφωνία υπογράφαμε. Στους πολίτες: Άμα μας ψηφίσατε αφού υπογράψαμε μνημόνιο, μη διαμαρτύρεστε τώρα, ξέρατε τι σας περιμένει.
Η πρόταση αυτή είναι σημαντική γιατί πάνω της οικοδομήθηκε από το πολιτικό σύστημα όλη η απάτη της μνημονιακής εποχής. Μπερδεύουν δολίως τη συμφωνία στήριξης από την Ευρώπη με τις πολιτικές που πρέπει να υιοθετηθούν για να εφαρμοστεί η συμφωνία. Η συμφωνία λέει, τώρα και πάντοτε, από την αρχή: «Θα αναλάβουμε εμείς να διαχειριστούμε το χρέος σας αλλά εσείς θα έχετε την υποχρέωση να μην το αυξάνετε άλλο. Να μην έχετε δηλαδή συνέχεια ελλείμματα, να μη ζητάτε άλλα δανεικά». Ο τρόπος που θα το επιτύχουμε αυτό δεν είναι δεδομένος, η τρόικα μπορεί να προτείνει αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές, τις οποίες συνήθως δεν κάνουμε, αλλά τα μέτρα και ποιους θα επιβαρύνουν το αποφασίζει η ελληνική κυβέρνηση. Το έχετε δει, το βλέπουμε και τελευταία τελείως καθαρά όταν ψάχνουν κάθε μέρα να βρουν ένα καινούργιο ισοδύναμο για να μαζέψουν λεφτά.
Αυτή ήταν η κυρίαρχη παραπλάνηση, η οποία επεβλήθη στην ελληνική κοινωνία γιατί η προπαγάνδα ήταν ίδια από παντού. Ότι δήθεν το δίλημμα ήταν μνημόνιο ή όχι μνημόνιο. Μας απειλούσαν κιόλας, αν δεν θέλετε το μνημόνιο μας, δηλαδή τους φόρους και τις μειώσεις μισθών για να διατηρήσουμε εμείς το πελατειακό μας κράτος, τότε να σκίσουμε τα μνημόνια, να βγούμε από τη ζώνη του ευρώ, να χρεοκοπήσουμε αμέσως, να γίνουμε Βενεζουέλα. Δεν σ’ αρέσει; Πλήρωνε αδιαμαρτύρητα Ενφια και έκτακτες εισφορές και αυξήσεις ΦΠΑ.
Η απάντηση λοιπόν στο φιλοκυβερνητικό αρθρογράφο και στην κυβέρνηση που δεν επιθυμεί την άσκηση αντιπολίτευσης, είναι άλλη: Βεβαίως και δεν συμφωνούμε με την αύξηση του ΦΠΑ στην εκπαίδευση. Έχουμε άλλη λύση, να μη δώσουμε 500 εκατομμύρια για να αγοράσουμε όπλα. Βεβαίως και μπορούμε να μην αυξήσουμε το ΦΠΑ στο κρασί και τις μπίρες. Να μην πληρώνουμε 70 εκ. ζημιές το χρόνο στην κρατική βιομηχανία ζάχαρης. Βεβαίως και να μην ακριβαίνουμε τους λογαριασμούς των ΔΕΚΟ, την τιμή των εισιτηρίων. Να μην ιδρύουμε κι άλλα κρατικά τηλεοπτικά κανάλια. Αλλά δεν το λέει κανείς. Δεν λέει κανείς την αλήθεια, προτιμούν να κατηγορούν τους Ευρωπαίους που «απαιτούν μέτρα». Γιατί όλοι μαζί, το παλιό πολιτικό σύστημα, το ίδιο πράγμα έκανε και κάνει: καθυστερήσεις στις διαρθρωτικές αλλαγές, προστασία του πελατειακού κράτους, και ο λογαριασμός στην κοινωνία με φόρους για να συντηρηθεί έστω και λίγο ακόμα το ξοφλημένο σύστημα. Η αναζήτηση ισοδύναμων απλώς έστρεφε το βάρος από το ένα τμήμα του πληθυσμού στο άλλο, ανάλογα με το ποιο είχε την περισσότερη δύναμη. Τώρα ο πρωθυπουργός τού «θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν» ζητάει συναίνεση από την αντιπολίτευση. Φυσικά, ζητάει συναίνεση. Για να συνεχίσει την ίδια πολιτική που εφαρμόζουν όλοι απλώς με αυτόν στο τιμόνι. Συναίνεση σε τι; Στο αν θα αυξηθεί ο ΦΠΑ στα νησιά ή τα ξενοδοχεία; Στα ιδιωτικά σχολεία ή τα φροντιστήρια; Στο κρασί ή την μπίρα; Στο βοδινό ή το κοτόπουλο; Στο ούζο ή το ουίσκι; Στα υβριδικά ή τα πετρελαιοκίνητα; Στις εισφορές των εργαζομένων ή των εργοδοτών; Αν θα πάει 1,30 ή 1,40 το εισιτήριο; Συναίνεση στην παλινόρθωση του παλιού χρεοκοπημένου συστήματος; Στην υπονόμευση της Διαύγειας, στην αντικατάσταση του opengov με διορισμούς συγγενών, στην κατεδάφιση των ανεξάρτητων αρχών, στην αδρανοποίηση των πειθαρχικών, στην κατάργηση των μεταρρυθμίσεων στην Παιδεία;
Η κυβέρνηση ζητάει συναίνεση από το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα και μπορεί να την πάρει. Η εξωφρενική για πολιτικό κόμμα συμπεριφορά της ΝΔ που επιλέγει συνειδητά το δεύτερο ρόλο αφήνοντας το πεδίο στους αντιπάλους, κάνει φανερό πως μια μερίδα της ΝΔ, ας την ονομάσουμε «λαϊκή δεξιά», και το «πελατειακό Πασόκ» το οποίο έχει πια συγχωνευτεί με την κρατικίστικη αριστερά έχουν κάνει τα κουμάντα τους για το μέλλον. Σχεδιάζουν να κυριαρχούν και να εναλλάσσονται σε μια αδύναμη Ελλάδα της καταστροφής, μια Ελλάδα με μικρότερη οικονομία που την έφεραν στα μέτρα τους, περιφερειακή, αδύναμη, μίζερη, φτωχή για όλους αλλά όχι για την κρατική και κομματική γραφειοκρατία. Κι όσο τους βγάλει. Αυτή η συναίνεση μπορεί να επιτευχθεί. Το ζήτημα είναι αν υπάρχουν άλλες δυνάμεις στο πολιτικό σύστημα και την κοινωνία που θα αντιπαρατεθούν στη συνωμοσία της μετριοκρατίας και θα οικοδομήσουν μια άλλη συναίνεση, μια συναίνεση για την αλλαγή, τη δημιουργία μιας νέας, δυναμικής χώρας.
Πηγή: Athens Voice