Π83: Νικηφόρου Τόλης

Π83: Νικηφόρου Τόλης

- in Ποίηση
0

1.Στις μέρες μας είναι πάρα πολλοί όσοι δημοσιεύουν, ιδίοις εξόδοις, συλλογές που περιέχουν “ποίηση”. Οι περισσότερες δεν έχουν ούτε 10 μεμονωμένες αξιοπρόσεκτες γραμμές. Ο Νικηφόρου είναι μια μεγάλη εξαίρεση.

Το ΤΝ τον γνώρισα πρόσφατα στην ανθολογία Τα Ποιήματα του 2010, εκδ. Κοινωνία των (δε)κάτων, Αθήνα 2011. Η σελ 66 έχει ένα ποίημά του “Πιστεύετε στα θαύματα; ” που ξεχωρίζει ανάμεσα στον συρφετό σαχλαμάρας 100 σελίδων. Είναι αφοπλιστικά απλό και όμορφο από Το Μυστικό Αλφάβητο, Μανδραγόρας 2010.

Πιστεύετε στα θαύματα; / Ρώτησε το φεγγάρι στο μπαλκόνι μου /

σκορπίζοντας ανταύγειες τα μεσάνυκτα /

ψιθύρισε η γαρδένια στο περβάζι μου / με το λευκό της άρωμα / …

με θαύματα γεννιέται πάντα και πεθαίνει ο κόσμος /

με θαύματα που κρύβονται μέσα στο φως / …

Ναι, το “λευκό” είναι το χρώμα της γαρδένιας, μα εδώ η ποιητική ελευθερία δεν γίνεται ασυναρτησία μεταφέροντας το χρώμα στο άρωμα. Η επανάληψη του “ρ” και τα μαλακά σύμφωνα “θ, γ, δ, β” μεταφέρουν το ψιθύρισμα…

Τον έψαξα γρήγορα.



2.Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1938, γράφει από το 1966 (Άταφοι).

Οι πρώιμες συλλογές του δεν λένε πολλά. Δεν υπάρχει ασυναρτησία μα υπάρχει πολλή προσποίηση (και φτηνή επαναστατική μπαρούφα) όπως π.χ. στα Αναρχικά και Ο Μεθυσμένος Ακροβάτης, και τα δύο του 1979. Από το δεύτερο παίρνω –

Εγώ δεν γράφω στίχους / δεν τραγουδάω / σαν προαιώνιος

κατακλυσμός / κλονίζω τα ίδια φράγματα / … /

κολλάω αφίσες με το σάλιο μου / σκίζω στολές…



Σύντομα, διατηρώντας πάντα την απλότητα και αποφεύγοντας τη “σκοτεινότητα”, παρουσιάζει πιο στιβαρή κι ευρηματική γραφή, όπως Με τη Φωτιά στα Μάτια, 1982, από όπου παίρνω το “Εχθρός”:

μέσα μου ζουν κι ανασαίνουν / δυο άγριοι και διψασμένοι λύκοι /

όσα ποτέ δεν έπραξα / κι όσα σε κρίσιμες στιγμές έπραξα λάθος //

είναι φορές που ο πόνος γίνεται αφόρητος / καθώς ρουφάνε ανελέητα /

το πιο καθάριο αίμα της καρδιάς μου.

Αλλά κι εδώ υπάρχει πλαδαρότητα με την περιττολογία. Το ρήμα “ζουν” σίγουρα αρκεί˙ το “ανασαίνουν” περιττεύει (αφού δεν ζεις δίχως ν’ ανασαίνεις). Το επίθετο “άγριοι” επίσης περιττεύει (αφού δεν υπάρχουν ήμεροι λύκοι). Η πέμπτη γραμμή και η έκτη μπορούσαν να συντομευθούν ως “φορές, φορές πόνος αφόρητος / καθώς παράφορα ρουφάνε ” – διατηρώντας τα “ρ” και τα “φ” για το ρούφηγμα.

3.Αν όλοι, όλοι, έγραφαν λιγότερο και διόρθωναν περισσότερο, θα είχαμε ίσως πολύ καλύτερα κείμενα. Η φιλοδοξία του να θεωρείσαι “ποιητής” και να έχεις ήδη έργα στο ενεργητικό σου, καθώς και μια εύκολη κακογουστιά οδηγεί σε φρικτά γραπτά που περνούν για “ποίηση”.

Ο ίδιος ο ΤΝ μας λέει: “Γράφω για να τηρήσω μια εσωτερική εντολή κι ελάχιστα αντιλαμβάνομαι το τι, το πώς και το γιατί. Συχνά έχω την αίσθηση ότι απλώς καταχωρώ όσα μου υπαγορεύει ένας αόρατος υποβολέας.”

Την πρώτη πρόταση δεν την πιστεύω καθόλου. Τη δεύτερη τη δέχομαι. Μα αυτός ο υποβολέας δεν είναι ούτε σοφός ούτε μέγας καλλιτέχνης: κάνει πολλά λάθη που αν διορθώνονταν θα παρήγαγαν καλύτερη γραφή, ίσως και ποιήματα.

Π.χ. στο “Προορισμός του ονείρου” (από τη συλλογή “Ένα λιβάδι μέσα στην Ομίχλη…”, 2002 Νέα Πορεία) γράφει πολύ ωραία –

θα ξαναγεννηθούμε σε μιαν άλλη χώρα / θ’ ανακαλύψουμε και πάλι

τις πρώτες λέξεις / και θα προφέρουμε περήφανα κάθε ελάχιστο αυτονόητο / …



Μετά όμως προσθέτει στο τέλος:

τίποτα δεν θα θυμηθούμε / και τίποτα δεν θα έχουμε ξεχάσει.



Η αντίθεση αυτή «θυμάμαι/ξεχνώ» είναι εξυπνακισμός δίχως πολύ νόημα εδώ.

4.Όπως οι πάμπολλοι “ποιητές”, όλοι των τελευταίων δεκαετιών, ομοίως και ο ΤΝ δεν διορθώνει όσο πρέπει και, νιώθοντας αβεβαιότητα ίσως ακόμα και μετά από 30 χρόνια παραγωγής, προσθέτει περιττά ή γλιστρά σε κάποια ασυναρτησία.

Παίρνω παραδείγματα από τη Μια Κιμωλία στον Μαυροπίνακα, Μανδραγόρας 2012, που είναι πια ωριμότατη εργασία. Οι λέξεις, γράφει –

στη νέα τους διάσταση / χαμογελούν /

αδιόρατα, ανεπαίσθητα / αινιγματικά.

Εδώ σίγουρα ή το “αδιόρατα” ή το “ανεπαίσθητα ” (μάλλον το δεύτερο) πρέπει να φύγει.

Αλλού μιλώντας περί αγάπης γράφει –

μάτια υγρά απάτητα / ψιθυριστή φωνή / ένα ρίγος ανεπαίσθητο /

που διατρέχει την επιδερμίδα / και τη βελούδινη κομμένη ανάσα.



Εδώ θυμίζει τις ανοικονόμητες ανοησίες του Ρίτσου. Πώς μάτια … “απάτητα”; Πώς “ρίγος …  διατρέχει … τη βελούδινη κομμένη ανάσα” (και βελούδινη και κομμένη!);

5.Αλλά όπως στη συλλογή Το Μυστικό Αλφάβητο υπάρχουν ολόκληρα όμορφα ποιήματα, και στη Μια Κιμωλία… υπάρχουν εξαίσια κομμάτια:

Κάπως καλύτερα αναγνωρίζω τώρα / αυτά που γράφει ο δάσκαλος

στον μαυροπίνακα / μια κιμωλία εγώ που λιώνει αργά /

ανάμεσα στα δάχτυλά του.



Η μεταφορά της κιμωλίας στα δάχτυλα (ο άνθρωπος στη ζωή, στο χέρι της Μοίρας, η οποία διδάσκει – με γνώση) είναι διδακτική.

Και μαθαίνει συνεχώς γιατί

αυτός ο δρόμος δεν αρχίζει και δεν φτάνει / δεν έχει λύση

το αίνιγμα / η ισόβια μαθητεία στο θαύμα.



Είναι θαύμα και η μεταφορά του εαυτού του ως κιμωλία και η συνταύτιση της πορείας της ζωής με ισόβια μαθητεία, μα και το “αίνιγμα- θαύμα”!

Κλείνω με ακόμα ένα απόσπασμα από “Το ωραίο ψέμα” (Φωτεινά Παράθυρα, Μανδραγόρας 2014)

Κοιτάζω εκστατικά / Τα θαύματα του κόσμου / 

Σκόρπια στα καθημερινά μου βήματα /

Κρυμμένα στ’ ολοφάνερο / Σε αυτονόητο μεταμφιεσμένα.

……

Σαν έτσι να πιστεύω το ωραίο ψέμα

Ένα χάδι ή ένα χαμόγελο / Πριν σβήσουν όλα στο σκοτάδι.

Ναι, όταν το καλοσυλλογιστείς, δεν ξέρουμε πολλά για τη ζωή, τις δυνάμεις που υποκινούν και τον κόσμο (το γιατί και το πώς), κι ας προσποιούμαστε το αντίθετο. Τα καθημερινά φανερά που παίρνουμε τόσο δεδομένα είναι όντως μυστήρια-θαύματα, μεταμφιεσμένα στο ανιαρό αυτονόητο, όπως μας φαίνεται. Έτσι πιστεύουμε ένα ψέμα που μας ευχαριστεί, μια πλάνη (το ευχάριστο χάδι ή χαμόγελο), όχι την πραγματικότητα. Και πεθαίνουμε!

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *