του Θοδωρή Γεωργακόπουλου
Σε πρόσφατο άρθρο του στον Guardian, o νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς (ή, όπως τον αποκάλεσε η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Παναγιώτα Κοζομπόλη-Αμανατίδη στην εξεταστική επιτροπή της βουλής για τα μνημόνια “Ζοζέφ Στρίγκλιτς”) εξηγεί μερικούς λόγους για τους οποίους, αν ψήφιζε στο δημοψήφισμα της Κυριακής, θα ψήφιζε το “όχι”. Η επιχειρηματολογία του περιλαμβάνει τη γνωστή κριτική στην πολιτική της λιτότητας και των μνημονίων που έχει γίνει από πολλούς οικονομολόγους τα τελευταία χρόνια και, φυσικά, έχει σχεδόν σε όλα δίκιο. Αναγνωρίζει κιόλας ότι το ερώτημα του δημοψηφίσματος είναι η θέση της Ελλάδας στην ευρωζώνη, και όχι η δίγλωση μπούρδα που γράφει το ψηφοδέλτιο. Παραβλέπει όμως εντελώς την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της χώρας και η ανάλυσή του γίνεται εντελώς τουριστική προς το τέλος, όταν γράφει: “Μια ψήφος στο όχι θα άνοιγε την πιθανότητα ώστε η Ελλάδα, με την ισχυρή δημοκρατική της παράδοση, να αδράξει το πεπρωμένο της στα χέρια της”.
Κι εκεί ακριβώς είναι το πρόβλημα. Στην “ισχυρή δημοκρατική της παράδοση”.
Ποιά ισχυρή δημοκρατική παράδοση;
Εδώ και μερικές δεκαετίες η χώρα απολαμβάνει μια σχετικά στέρεη και λειτουργική δημοκρατία, κι αυτό είναι πράγματι μια μεγάλη κατάκτηση, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε το πώς την απέκτησε, και πού αυτή βασίστηκε. Η Ελλάδα δεν είχε “μεγάλη δημοκρατική παράδοση”. Οι θεσμοί της στήθηκαν παράλληλα με τις πολιτικές επιδιώξεις κομμάτων στη δίνη του λαϊκισμού, και ήταν πάντα ευάλωτοι και απαξιωμένοι, από την ίδρυση του κράτους μέχρι τη χούντα του ’67-’74. Πώς έγινε μετά ξαφνικά μια φαινομενικά δημοκρατική χώρα να τη βλέπει ο Στίγκλιτς να τη χαίρεται; Θα σας πω πώς έγινε:
Η Ευρώπη.
Μπήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δεν βρήκαμε ξαφνικά μόνοι μας στέρεους δημοκρατικούς θεσμούς -δανειστήκαμε κάποιους από τους ευρωπαϊκούς. Με την είσοδό μας στην ΕΕ και αργότερα και στην ευρωζώνη τοποθετηθήκαμε σε ένα πολιτικό και αξιακό περιβάλλον στο οποίο, κακά τα ψέματα, δεν πολυανήκαμε. Ήμασταν κάπως αλλιώτικοι, ανέτοιμοι, βαλκάνιοι. Αλλά διορατικοί. Όπως και όλοι οι άλλοι, εκχωρήσαμε μέρος της κυριαρχίας μας σε έναν υπερεθνικό οργανισμό, με αποτέλεσμα μέρος της νομοθεσίας μας και η νομισματική μας πολιτική να μην προκύπτουν από ελληνικούς θεσμούς και διαδικασίες, αλλά από ευρωπαϊκούς. Έτσι γλιτώσαμε από τον πληθωρισμό, από ακόμα περισσότερο λαϊκισμό, και σε μεγάλο μέρος από τη φτώχια, καθώς μπήκαν και πολλές δεκάδες δις ευρώ στην οικονομία μας. Η δε τριβή με κράτη που έχουν πράγματι μεγάλη δημοκρατική παράδοση μας έδειξε σε κάποιο βαθμό “πώς γίνεται”. Κι αρχίσαμε να αισθανόμαστε ίδιοι, ή, έστω, παρόμοιοι μ’ αυτούς.
Το πρόβλημα -κι αυτό προφανώς δεν μπορεί να το ξέρει ο κύριος Στίγκλιτς-, είναι ότι οι υπόλοιποι θεσμοί που εξακολουθούσε να διατηρεί η δημοκρατία μας δεν άλλαξαν, δεν αναμορφώθηκαν και δε βελτιώθηκαν στην πορεία αυτών των δεκαετιών. Η απονομή της δικαιοσύνης παρέμεινε προβληματική, ο κοινοβουλευτισμός και η λειτουργία του κράτους υποταγμένα στις πελατειακές σχέσεις ανάμεσα στο πολιτικό προσωπικό και τους ψηφοφόρους. Και, πολύ λογικά, η εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων για τους θεσμούς παρέμεναν στα τάρταρα. Οι Έλληνες πολίτες ποτέ δεν εμπιστεύτηκαν πραγματικά το κράτος τους, και το χρησιμοποίησαν διαχρονικά κυρίως για πλιάτσικο (βλέπε: http://www.kathimerini.gr/820008/opinion/epikairothta/politikh/xreokopoyme-opws-ploytisame).
Και έτσι φτάνουμε στο τώρα.
Όλοι οι ευρωπαίοι ηγέτες, οι περισσότεροι αναλυτές και οικονομολόγοι και οι περισσότεροι πολίτες που ξέρω έχουν καταλάβει ότι στις ακραίες μέρες που ζούμε το διακύβευμα είναι η θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη, όχι το ψευδεπίγραφο ερώτημα που σκάρωσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι σωστή εκτίμηση, αλλά όχι πλήρης. Το διακύβευμα δεν είναι μόνο το ευρώ και η συμμετοχή σε ένα προνομιούχο κλαμπ πλούσιων χωρών με ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων και αγαθών -είναι η ίδια η δημοκρατία μας. Τα σημάδια τα βλέπουμε με τα μάτια μας, αποσβολωμένοι, όλη την εβδομάδα.
Τη στιγμή ακριβώς που χρεοκοπούμε και χάνουμε την οικονομική στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτή εδώ η εθνικολαϊκή κυβέρνηση μας τραβολογάει σε ένα δημοψήφισμα νομικά αμφισβητίσιμο, που στηρίζεται μόνο σε δυο βιαστικές τσάτρα-πάτρα ΠΝΠ γραμμένες νύχτα, με ένα ερώτημα που είναι ήδη παρωχημένο και άκυρο, με μια διατύπωση παραπλανητική, με ένα ψηφοδέλτιο φτιαγμένο ειδικά για να εξαπατήσει τους ψηφοφόρους, και με διάστημα διαβούλευσης έξι ημέρες.
Και δεν γίνεται τίποτα. Καμία ένσταση, καμία κίνηση, καμία άμυνα, μόνο λόγια. Αυτό το δημοψήφισμα-παρωδία περνάει, διεξάγεται. Θα γίνει.
Παράλληλα ο πρωθυπουργός κάνει διχαστικά διαγγέλματα και επικαλείται ανερυθρίαστα πρόσφατα δημοψηφίσματα στη Γαλλία και την Ιρλανδία, τα οποία είχαν χρόνο διαβούλευσης τρεις και δύο μήνες αντίστοιχα (αυτό δεν το λέει). Η Ζωή Κωνσταντοπούλου κλείνει τη βουλή όποτε τη βολεύει, ο Πάνος Καμμένος δηλώνει ότι “οι ένοπλες δυνάμεις εξασφαλίζουν τη σταθερότητα στο εσωτερικό της χώρας”, ο Γενικός Γραμματέας συντονισμού του κυβερνητικού έργου καταγγέλει τις ερωτήσεις που κάνουν ανεξάρτητες εταιρείες δημοσκοπήσεων, Γενικές Γραμματείες της δημόσιας διοίκησης κάνουν καμπάνια στους υπαλλήλους τους υπέρ του “όχι” και υπάλληλοι του Υπ.Οικ. κρεμάνε πανό υπέρ του “όχι” από το παράθυρο του υπουργείου, εντείνοντας ένα κλίμα έντασης, χειραγώγησης και φόβου. Αυτά συμβαίνουν σήμερα, από μια κυβέρνηση “της αριστεράς” δήθεν. Και δεν γίνεται τίποτα. Καμία άμυνα. Βλέπουμε μια (κακοσχεδιασμένη, μα) πεντακάθαρη παράσταση ολοκληρωτισμού να εκτυλίσσεται μπροστά μας, κομμάτι κομμάτι, και δεν μπορεί κανείς να κάνει τίποτα.
Η δημοκρατία μας από μόνη της δεν έχει επαρκείς άμυνες. Δεν έχουμε θεσμούς και δεν έχουμε πρόσωπα. Δεν υπάρχει κανένας που να μπορεί να σταματήσει μια Ζωή Κωνσταντοπούλου ή έναν Πάνο Καμμένο, που θέλει να χειραγωγήσει το κράτος. Δεν υπάρχουν δικλείδες ασφαλείας, αρκεί κάποιος να πάρει τον έλεγχο του Συστήματος, και αυτομάτως έχει τη δύναμη να κάνει ό,τι θέλει. Η διοίκηση του ελληνικού κράτους λειτουργεί με όρους Μαφίας και, ως τώρα, οι οι μόνοι περιορισμοί στη δύναμή της από την Ευρωπαϊκή Ένωση προέρχονταν. Η συγκεκριμένη κυβέρνηση που διοικεί σήμερα μοιάζει αποφασισμένη να ξεφορτωθεί αυτούς τους περιορισμούς. Είναι η πρώτη που το τολμάει εδώ και 40 χρόνια.
Την Κυριακή, παρά τις αντιξοότητες και τα εμπόδια, υπάρχει μια ευκαιρία να καταφέρουμε πρόσκαιρα να το αποφύγουμε.
Έχετε σκεφτεί το λόγο για τον οποίο οι περισσότεροι Έλληνες πολίτες, ακόμα και κάποιοι που θα ψηφίσουν “όχι” (και δεν έχουν πάρει χαμπάρι το διακύβευμα, βεβαίως), θέλουν να παραμείνουμε στο ευρώ; Δεν είναι επειδή πιστεύουν ότι είναι καλύτερο από το να έχουμε δικό μας νόμισμα (πιθανότατα δεν είναι, εδώ που τα λέμε). Είναι επειδή θυμούνται τον πληθωρισμό, και επειδή ξέρουν ποιο είναι το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Γνωρίζουμε πως το να τυπώνεται το νόμισμά μας από την ΕΚΤ δε μας συμφέρει, μα πως η εναλλακτική είναι να το τυπώνει η Ραχήλ Μακρή ή Μάκης Βορίδης, κι αυτό μας συμφέρει ακόμα λιγότερο.
Ο Τζόζεφ Στίγκλιτς (από άγνοια) και όσοι καταπίνουν το Λαπαβίτσειο παραμύθι των δραχμολάγνων και των εθνικιστών (από άγνοια ή από υπολογισμό) πιστεύουν ότι μια Ελλάδα χωρίς τις πολιτικές και κοινωνικές ασφαλιστικές δικλείδες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να σταθεί καλύτερα στα πόδια της, μετά την επερχόμενη ανθρωπιστική κρίση, τουλάχιστον. Έχουν άδικο. Η αναπόφευκτη (και με το “ναι”) φτωχοποίησή μας είναι λίπασμα για τον ολοκληρωτισμό που βλέπουμε ήδη να φυτρώνει παντού. Χωρίς την Ευρώπη δεν θα έχουμε καμία άμυνα απέναντί του.
Πηγή: Καθημερινή