του Στέφανου Κασιμάτη
Δεν θα σας πω πώς τυχαίνει να το ξέρω, αλλά στις 11 Μαΐου, μόλις ο Βαρουφάκης είχε τελειώσει από μια συνάντηση με Ευρωπαίους, τηλεφώνησε αμέσως στον Τσίπρα και ακούστηκε να λέει το εξής: «Μου είπες να γίνω Μενσεβίκος, αλλά όχι και τόσο Μενσεβίκος». Δεν είναι καινούργια η διαπίστωση, αλλά δεν παύει να εκπλήσσει το ίδιο κάθε φορά, όταν βλέπεις ότι μας κυβερνούν άνθρωποι οι οποίοι έχουν επιλέξει να ζουν εκατό χρόνια πίσω και να ερμηνεύουν τη σύγχρονη πραγματικότητα με όρους της Ρωσικής Επανάστασης ως Μενσεβίκοι και Μπολσεβίκοι. Για μεν τον πρωθυπουργό, είναι απολύτως φυσικό, αφού ο επαρχιωτισμός είναι γι’ αυτόν συνειδητή (αριστερή) επιλογή. Ο δε Βαρουφάκης είναι ικανός για όλα, διότι ο άνθρωπος είναι έρμαιο της «υπόθεσής» του ― και, για να μην παρεξηγηθώ, εννοώ προφανώς τη βαριά ψυχολογική πάθηση από την οποία υποφέρει και τίποτε άλλο.
Ομως η χθεσινή ομιλία του πρωθυπουργού στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του, προσωπικώς, δεν μου άφησε αμφιβολία ότι ο Τσίπρας σκέπτεται τον εαυτό του ως Μπολσεβίκο ― και, πάντως, λειτουργεί με το απύθμενο θράσος των Μπολσεβίκων. Με όσα είπε χθες στους βουλευτές του, ουσιαστικά, έβαλε μπροστά τη διαδικασία της ρήξης και μάλιστα από την αρχή της ομιλίας του.
Ξεκίνησε, διαψεύδοντας ευθέως την εντύπωση ότι η κυβέρνησή του έχει παγιδευθεί εξαιτίας άγνοιας και δικών της κακών επιλογών. Επεδίωξε, είπε, την ευθύνη αυτού που τώρα διαχειρίζεται, δηλαδή την εξέλιξη της κρίσης σε ευθεία ρήξη. Περιέγραψε, δε, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε από όσους προσπάθησαν να εμποδίσουν την πορεία του προς τη ρήξη, καυχώμενος μάλιστα που κατάφερε να τις ξεπεράσει. Τις δυνάμεις αυτές (που, επαναλαμβάνω, πήγαν να τον εμποδίσουν να φθάσει στην προγραμματισμένη ρήξη με την Ευρώπη…) τις ονόμασε «μνημονιακό κατεστημένο», έννοια την οποία άφησε σκοπίμως ασαφή, ώστε εν καιρώ να χωρέσει μέσα της όσους θα εναντιωθούν στη στροφή της χώρας προς έναν ιδιότυπο σοσιαλισμό ― τους αντιφρονούντες, δηλαδή, για να θυμηθούμε τη σοβιετική ορολογία. Ηταν σαφής και χειροκροτήθηκε σφοδρά από τους βουλευτές του όταν περιέγραψε ως χρέος της κυβέρνησής του «να περάσουμε αυτή την εξουσία (σ.σ.: των μνημονιακών δυνάμεων) στον λαό».
Εν ολίγοις, από τις πρώτες παραγράφους κιόλας, ο Τσίπρας έθεσε το θέμα του σαφώς, μολονότι εμμέσως: απείλησε την Ευρώπη με κάτι σαν κομμουνισμό ή εθνικοσοσιαλισμό στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικό είναι, επίσης, πως ενθουσίασε τους βουλευτές του όταν είπε ότι το ποιος θα πληρώνει φόρους στην Ελλάδα είναι υπόθεση της κυβέρνησης, όχι των θεσμών, και υποσχέθηκε ότι «θα πληρώσει η ολιγαρχία». (Εδώ, θα ήθελε να πει «οι κουλάκοι», αλλά κατάλαβε ότι ελάχιστοι έξω από εκείνη την αίθουσα θα καταλάβαιναν…)
Προχώρησε, έπειτα, στον καταλογισμό των ευθυνών για την κακή εξέλιξη της διαπραγμάτευσης ολοκληρωτικά στους εταίρους, καθώς και στην απόρριψη κάθε πρότασής τους, τις οποίες, ως συνήθως, παρουσίασε ψευδόμενος πάντοτε με την ίδια θρασύτητα. Στο σημείο αυτό έθεσε ακόμη σαφέστερα το ενδεχόμενο του οικειοθελούς Grexit, ισχυριζόμενος ότι τίποτε από όσα προτείνει η άλλη πλευρά δεν μπορεί να γίνει δεκτό «όχι από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά από το ελληνικό Κοινοβούλιο». Σαν να προετοιμάζεται, θαρρείς, ο Τσίπρας για τον ρόλο του κομμουνιστή ηγέτη, ταυτίστηκε όχι μόνο με τον λαό (ο οποίος, κατά τον Τσίπρα, «υποφέρει χωρίς καμία ευθύνη δική του»), αλλά και με τη Βουλή στο σύνολό της, για να ανακοινώσει στον κόσμο ότι η Ελλάδα δεν θέλει ευρώ ούτε Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά, ενώ το θέμα του ήταν η έναρξη της διαδικασίας ρήξης, ούτε μία φορά δεν χρησιμοποίησε τη συγκεκριμένη λέξη.
Ωστόσο, δεν έκλεισε εντελώς την πόρτα προς την Ευρώπη, διότι χρειάζεται και ένα άλλοθι που να περνά τουλάχιστον στους ηλίθιους. Ετσι, της άφησε τη δυνατότητα, αν θέλει, να τον συναντήσει γονατιστή και να του φιλήσει το πόδι, περίπου όπως υποχρεώθηκε να κάνει ο Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα όταν συμφιλιώθηκε με τον Πάπα. Συγκεκριμένα, άφησε να εννοηθεί ότι θα περίμενε από την Ευρώπη να βγάλει εκτός διαπραγμάτευσης το ΔΝΤ (και, φυσικά, να το πληρώσει για λογαριασμό μας ― αλλά αυτό δεν το είπε).
Επίσης, απαίτησε «συγκεκριμένες ρήτρες για χρηματοδότηση, επειδή η κατάσταση της οικονομίας επιδεινώθηκε με υπαιτιότητα των θεσμών». Για να προσθέσει, δε, και λίγο αλάτι στην πληγή, ανέπτυξε ύστερα διά μακρών το παραμύθι ότι όλα αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ τα κάνει για «τους λαούς της Ευρώπης», οι οποίοι προφανώς δεν είναι ικανοί να εκπροσωπηθούν αυτοδύναμα, αλλά χρειάζονται κάποιον Τσίπρα -που ψυχολογικά, συναισθηματικά, πνευματικά βρίσκεται εκτός Ευρώπης- για να τους εκφράσει. Η Ευρώπη, είπε με τη φυσική του αυθάδεια, «πρέπει να σκεφθεί σοβαρά το μέλλον της».
Τέλος, έκλεισε με έναν μελωμένο μπακαλιάρο και μία απειλή. Ο πρώτος ήταν η έκκλησή του υπέρ μια Ευρώπης «της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης». Η δεύτερη ήταν η επισήμανση ότι έχει «εντολή τετραετίας» ― ότι, δηλαδή, έχει σκοπό να μείνει και να κάνει αυτά με τα οποία απειλεί την Ευρώπη. Εδώ, βέβαια, είναι αδύνατο να προσπεράσει κάποιος την ειρωνεία ότι η απειλή που επισείει στρέφεται κατά των Ελλήνων και όχι των Ευρωπαίων. Αλλά οι Ελληνες… Πώς να το πω; Είναι ο εξυπνότερος λαός του κόσμου…
Επειτα από την ομιλία αυτή, δεν ξέρω πώς μαζεύεται η κατάσταση ή ακόμα και αν μαζεύεται, όμως το ένα πράγμα που προκύπτει με βεβαιότητα από αυτήν είναι ότι ο Τσίπρας όχι μόνο δεν φοβάται τη ρήξη, αλλά την επιδιώκει κιόλας σαν λύτρωση. Επειτα από αυτό, το αστείο θέαμα του Σταύρου Θεοδωράκη να πηγαίνει στο Μαξίμου με ένα γυαλιστερό κοστούμι που τον φορούσε ή ότι ο Σαμαράς πληγώθηκε, το πουλάκι μου, που η Ντόρα είδε τον Αλέξη και δεν είπαν και σε εκείνον, είναι ανύπαρκτα ως θέματα…
Πηγή: Καθημερινή