του Στέφανου Κασιμάτη
Οπως και πολλοί άλλοι όροι της μόδας από αυτούς που χρησιμοποιούμε όταν συζητούμε τα πολιτικά (π.χ. η «κόκκινη» γραμμή), έτσι και η «αφήγηση» προέρχεται από τα αγγλικά (narrative). Την εισήγαγε και αυτή η κρίση και, ειδικότερα, η ανάγκη να εξηγήσουμε στον ίδιο μας τον εαυτό πώς μας συνέβη τέτοιο κακό.
Πολύ σύντομα, όμως, ο όρος κατάντησε ενοχλητικός (στα δικά μου αυτιά τουλάχιστον), καθώς τον χρησιμοποιούσαν κατά κόρον πολιτικοί της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, στην αρχική φάση της κρίσης, με σκοπό μάλλον να συγκαλύψουν τις ευθύνες των κομμάτων τους και να συσκοτίσουν την κοινή γνώμη παρά να τη διαφωτίσουν.
Η ίδια η αφήγηση για την κρίση ήταν, όμως,εξαιρετικά απλή και, σιγά σιγά, άρχισε να γίνεται κατανοητή: αφότου ξεκίνησε η πασοκοποίηση της πολιτικής και της κοινωνίας και επί δεκαετίες στη συνέχεια, ξοδεύαμε αρκετά έως πολύ περισσότερα από όσα βγάζαμε· η ευημερία μας ήταν πλαστή. Αυτό, ωστόσο, δεν μας ενδιέφερε καθόλου.
Η αδιαφορία μας ήταν αποτέλεσμα του λαϊκισμού, που με πρόσχημα τον εκδημοκρατισμό, διέβρωσε την αντίληψη της ατομικής ευθύνης και εξήρε ως απόλυτη πολιτική αξία τη βολικά ασαφή έννοια του «λαού». Ηταν ο κανόνας, λοιπόν, να ψηφίζουμε χωρίς να ρωτάμε ή να ψάχνουμε να μάθουμε πού θα βρίσκαμε τα λεφτά για τις παροχές που μας έταζαν. (Παρεμπιπτόντως, θυμάστε με πόση φυσικότητα χρησιμοποιούσαμε κάποτε τον όρο «παροχές», λες και ήταν κάτι δεδομένο;). Υπό την έννοια αυτή, λοιπόν, η περίοδος την οποία ονομάζαμε «παντοδυναμία του δικομματισμού» ήταν, εκτός των άλλων, μια εποχή παλιμπαιδισμού. Ως πολίτες και ψηφοφόροι οπισθοδρομήσαμε στην κατάσταση του παιδιού, το οποίο δεν μπορεί να ξέρει πώς βγαίνουν τα λεφτά, ούτε βέβαια ότι ο μπαμπάς του δανείζεται, αλλά του ζητάει όλο και περισσότερα. Ζούσαμε ξοδεύοντας και έχοντας ξεχάσει να μετράμε…
Παρά τα πέντε χρόνια, λοιπόν, που περάσαμε μέσα στην κρίση και τις έντονες συγκινήσεις της, κοινώς αποδεκτή «αφήγηση» για την περιπέτειά μας δεν βρήκαμε ― τέτοια τουλάχιστον ώστε να δημιουργεί και ανάλογη δυναμική στην πολιτική ζωή. Αυτό το κενό επέτρεψε την άρνηση της πραγματικότητας, τη σύγχυση, την παραδοξολογία, τη συνωμοσιολογία και, εν τέλει την επικράτηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Με την κυβέρνηση Κοινωνικής Σωτηρίας η αριστερή παράδοση του εθνολαϊκισμού έσμιξε, επιτέλους, με τη δεξιά παράδοση του ίδιου ρεύματος, σε μια ένωση, η οποία μόνο τους παντελώς ανιστόρητους μπορεί να εκπλήσσει.
Η παράδοση του εθνολαϊκισμού, όμως, δεν έχει ανάγκη από αφήγηση, δεν θέλει την αποκατάσταση της σχέσης μας με την πραγματικότητα, δεν θέλει να καταλάβουμε επιτέλους το οικονομικό κόστος της κομματοκρατίας. Ο φθόνος και ο φόβος για τους Δυτικούς, καθώς και η αποενοχοποιημένη ανευθυνότητα, είναι γι’ αυτήν την παράδοση και την πολιτική έκφρασή της οι συνεκτικές ουσίες. Ιδού, λοιπόν, ο λόγος για τον οποίο έσπευσαν να καταργήσουν τη «Διαύγεια», δηλαδή την υποχρέωση του κράτους να δημοσιεύει στο Διαδίκτυο κάθε διοικητική απόφαση, προκειμένου αυτή να έχει ισχύ. Δεν θέλουν να ξέρει κανείς, ούτε οι άλλοι ούτε εμείς οι πολίτες, τι κάνουν, τι ξοδεύουν και για ποιο λόγο.
Είναι αξιοσημείωτο, εντούτοις, το μείγμα θράσους και κουτοπονηριάς στη μεθόδευση. Επειδή δεν θα τολμούσαν να πουν ευθέως ότι καταργούν μια και καλή τη «Διαύγεια», την καταργούν εμμέσως για ορισμένες περιπτώσεις ― εκείνες, προφανώς, που θα εξυπηρετούν τις κατά καιρούς πολιτικές σκοπιμότητες της στιγμής. Το κάνουν επειδή η πραγματική προτεραιότητά τους είναι να διεισδύσουν στο κράτος και να το ελέγξουν. (Εξ ου, ενδεχομένως, και το παράδοξο ότι στην τελευταία δημοσκόπηση του Μαραντζίδη ένα 4% απαντά ότι η οικονομική κατάσταση για τη χώρα και τους ίδιους έχει βελτιωθεί…).
Δεν είναι βέβαιο ότι θα το πετύχουν, διότι σχεδόν τα πάντα είναι αβέβαια μπροστά μας. (Αβέβαιη είναι ακόμη και αυτή η ενότητα του ΣΥΡΙΖΑ, αν υπάρξει συμφωνία…). Παρόλα αυτά, οι ίδιοι έχουν έλθει στα πράγματα αποφασισμένοι να γίνουν κατεστημένο. (Κάτι που πάντα ήταν ανεπισήμως από τη Μεταπολίτευση και ύστερα, απλώς τώρα θέλουν να επισημοποιήσουν τη σχέση τους με την εξουσία…).
Πηγή: Καθημερινή