του Στέφανου Κασιμάτη
Σχεδόν τα πάντα που συμβαίνουν επί Κυβερνήσεως Κοινωνικής Σωτηρίας (ταρατατζούμ!) κινούνται μεταξύ παραλόγου και ονειροφαντασίας, σε βαθμό ώστε κάποιες φορές να νομίζεις ότι η πολιτική επικαιρότητα βγαίνει κατευθείαν μέσα από το μεθυσμένο όνειρο ενός παλαβού. Αν όχι όλα, οπωσδήποτε τα περισσότερα σημάδια που μας έρχονται από το εξωτερικό δείχνουν ότι η διαπραγμάτευση δεν προχωρεί αισίως. Συγχρόνως, αν το προσέξατε, δεν περνά μέρα που η κυβέρνηση να μη μεταδίδει στην κοινή γνώμη, με όσο πιο έγκυρο τρόπο της είναι δυνατόν, την αισιοδοξία της για την πορεία της διαπραγμάτευσης. Πώς εξηγείται η διάσταση των εκτιμήσεων και προς τι η επιμονή της κυβέρνησης να διαλαλεί την αισιοδοξία της;
Εδώ, θα μπορούσε κάποιος αν ήθελε να αμφισβητήσει την αμεροληψία μου, με το ερώτημα: γιατί, σώνει και καλά, η λάθος εκτίμηση να είναι της κυβέρνησης και όχι των Ευρωπαίων; Απαντώ: διότι το υπαγορεύει η κοινή λογική. Φαντασθείτε μόνο αν έγραφα ότι, ναι, η κυβέρνηση έχει δίκιο και όλα πάνε πρίμα στις διαπραγματεύσεις. Θα συνεχίζατε την ανάγνωση ή θα λέγατε «του έστριψε» και θα προχωρούσατε παρακάτω;
Το πιθανότερο, λοιπόν, είναι ότι η υπόθεσή μας δεν εξελίσσεται αισίως και ότι, εφόσον η κυβέρνηση έχει επίγνωση (και δεν μπορεί παρά να έχει), η προβαλλόμενη αισιοδοξία της υπηρετεί μια σκοπιμότητα. Ποια μπορεί να είναι αυτή;
Υποθέτω ότι προβάλλει την αισιοδοξία για να κρύψει το αντίθετό της: την απαισιοδοξία που την καταλαμβάνει όσο εξοικειώνεται με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, την οποία αγνοούσε παντελώς μέχρι προ τριμήνου. Η κοινοποίηση της απαισιοδοξίας θα ήταν ένα βήμα της κυβέρνησης προς τη δημόσια ομολογία ότι έσφαλε οικτρά στους υπολογισμούς της. Διότι η απαισιοδοξία κατευθύνει τον απλό (κακομαθημένο…) ψηφοφόρο του ΣΥΡΙΖΑ, αυτόν που δεν ανήκει στον πυρήνα του 4% των ριζοσπαστών/νεοκομμουνιστών, να σκεφθεί κάπως έτσι: αν αυτά που μου υποσχέθηκαν δεν γίνονται δεκτά από τους Ευρωπαίους, εγώ δεν θα γυρέψω λογαριασμό από τους Ευρωπαίους, αλλά από εκείνους που μου έταξαν το ανέφικτο.
Αυτό προσπαθεί να αποφύγει η κυβέρνηση μέσω της πλαστής αισιοδοξίας της. Βλέπει τη σύγκρουση να έρχεται, αντιλαμβάνεται ότι από τη σύγκρουση κινδυνεύει να διασπασθεί ο ΣΥΡΙΖΑ και, συνεπώς, επιλέγει επικοινωνιακή τακτική που αποσκοπεί στην ελαχιστοποίηση της ζημίας. Η αισιοδοξία της είναι, ουσιαστικά, το τέχνασμα με το οποίο προετοιμάζεται η κοινή γνώμη για την ώρα (μακάρι να μην έλθει ποτέ) που η κυβέρνηση θα πρέπει να ρίξει την ευθύνη στους «ξένους». Η αισιοδοξία τής επιτρέπει να ισχυρισθεί ότι θα φταίνε οι άλλοι, που δήθεν μας κορόιδεψαν όλους μαζί, κυβέρνηση και πολίτες. Η κουλτούρα μας θα κάνει πολλούς να το καταπιούν αμάσητο. (Αλλωστε, από τη Μεταπολίτευση ώς σήμερα, αν υπάρχει ένα στοιχείο από τον παλιοχαρακτήρα μας που η Αριστερά το ανέδειξε δημόσια, αυτό είναι η ανευθυνότητα…)
Από την άλλη πλευρά, αν επέλθει το μοιραίο και η κυβέρνηση καταλογίσει την ευθύνη στους Ευρωπαίους, δεν μπορεί να ελπίζει ότι το τέχνασμά της αρκεί για να αποτρέψει την καταστροφή της. Τυχόν αποτυχία της διαπραγμάτευσης συνεπάγεται αβεβαιότητα για το μέλλον της Κυβέρνησης Κοινωνικής Σωτηρίας. Ενδεχομένως, όμως, να πεισθούν οι χαζοί· και αυτοί τούς φθάνουν, γιατί είναι οι περισσότεροι…
Ο μόνος που δικαιούται να είναι στ’ αλήθεια αισιόδοξος είναι ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, καθώς πιθανή ρήξη εξυπηρετεί τους σκοπούς του. Ισως λόγω της αισιοδοξίας που τον κατακλύζει, χθες, για πρώτη φορά, περιέγραψε καθαρά πώς θέλει το μέλλον της χώρας. Αξίζει να προσέξουμε τη διατύπωσή του: θέλει την Ελλάδα να κινείται σε μια «προοδευτική, ανεξάρτητη πορεία, με ορίζοντα έναν νέο σοσιαλισμό πέρα από τις αποτυχημένες συνταγές του υπαρκτού». Απορείς με την αφέλειά του! Θέλει «έναν σοσιαλισμό» ― ποιον ακριβώς δεν ξέρει, πάμε εμείς να τον βρούμε και έχει ο Θεός. Ο δε «υπαρκτός» ποιος είναι; Μόνο στη Βόρειο Κορέα του τετράπαχου Κιμ υπάρχει ο σοσιαλισμός, ειδάλλως είναι ανύπαρκτος ― ώς και η Κούβα σιγά σιγά διπλώνει την επανάσταση και επανέρχεται στον κόσμο.
Παραδόξως, ωστόσο, η αισιοδοξία του Λαφαζάνη είναι αφορμή και της δικής μου. Αν πράγματι πιστεύει ότι οι Ελληνες (που τους καθυστέρησαν τρεις ώρες την καταβολή των συντάξεων και άρχισαν να κατεβαίνουν στις πλατείες…) θα προτιμούσαν από την ασφάλεια της Ευρώπης να ανοιχτούν σαν πρόσφυγες στο πέλαγος με τη βάρκα του Λαφαζάνη, τότε ευτυχώς δεν διατρέχουμε σοβαρό κίνδυνο από τον Παναγιώτη. Μέσα του παραμένει κνίτης και αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσει: μπορείς να βγάλεις τον κνίτη από την ΚΝΕ, αλλά δεν μπορείς ποτέ να βγάλεις την ΚΝΕ από τον κνίτη…
Πηγή: Καθημερινή