του Θοδωρή Γεωργακόπουλου
Υπάρχουν μερικά πράγματα τα οποία για ένα μέρος του εκλογικού σώματος (το οποίο κατά κανόνα δεν έχει συγκεκριμένη πολιτική στέγη) είναι αυτονόητα. Για παράδειγμα, το ότι κάποιες σημαντικές μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία της υπέροχης χώρας μας πρέπει οπωσδήποτε να γίνουν. Τα κλειστά επαγγέλματα να ανοίξουν, ας πούμε, η δικαιοσύνη να γίνει πιο αποτελεσματική και ευέλικτη, και όσοι πληρώνονται από τους φόρους των πολιτών να αξιολογούνται με κάποιο δίκαιο τρόπο ώστε να επιβραβεύονται οι καλοί και να απομακρύνονται οι άχρηστοι. Υπάρχουν διάφορες τέτοιες μεταρρυθμίσεις, άλλες πιο απλές και άλλες πιο περίπλοκες, αλλά όλες έχουν ως στόχο τον εξορθολογισμό της λειτουργίας του κράτους και της αγοράς κατά τα πρότυπα ξένων, λιγότερο άναρχων και διεφθαρμένων ευρωπαϊκών χωρών, ξέρετε ποιες εννοώ, αυτές που δεν πτωχεύουν κάθε λίγες δεκαετίες. Αυτές τις μεταρρυθμίσεις πολύ λίγοι πολίτες τις θεωρούν απαραίτητες για να γίνει η χώρα μας μια κανονική χώρα του δυτικού κόσμου. Έτσι δείχνουν τα υπέροχα εκλογικά αποτελέσματα των τελευταίων χρόνων της κρίσης. Οι εκλογές και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι περισσότεροι πολίτες επιθυμούν τα οφέλη της θεωρητικής ένταξης της χώρας μας στο δυτικό κόσμο, χωρίς όμως τις παραχωρήσεις που προϋποθέτουν οι μεταρρυθμίσεις που θα μας κάνουν μια κανονική χώρα του δυτικού κόσμου. Πράγμα που, βεβαίως, δε γίνεται. Το δοκιμάσαμε. Βλέπουμε τα αποτελέσματα.
Το αποτέλεσμα είναι ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θέλει να υλοποιήσει αυτές τις μεταρρυθμίσεις. Τέσσερις έχουν περάσει από την κήρυξη της ελληνικής πτώχευσης στο Καστελλόριζο το 2010 (δε μετράμε την κυβέρνηση του κυρίου Πικραμμένου) και όλες είχαν αυτό το κοινό χαρακτηριστικό. Ακόμα κι αυτές που υπέγραψαν τα μνημόνια, στη συνέχεια αρνήθηκαν να υλοποιήσουν το “καλό 70%” αυτών -που λέει κι ο Υπ.Οικ.-, που περιλάμβανε κάποιες από αυτές τις μεταρρυθμίσεις -ή κάποια μορφή αυτών-, κατά κανόνα ψηφίζοντας νόμους που δεν εφαρμόζονταν, και προτείνοντας “ισοδύναμα μέτρα” που φρόντιζαν να προστατεύσουν όσα οργανωμένα συμφέροντα θα πλήττονταν από αυτές.
Γιατί αυτό είναι το πρόβλημα. Τα πολλά, μεγάλα και μικρά συμφέροντα που πλήττονται από οποιαδήποτε αλλαγή του παραγωγικού, οικονομικού και πολιτικού μοντέλου της χώρας.
Αυτό το μοντέλο χτίζεται εδώ και δεκαετίες, και πλέον από αυτό εξαρτώνται τόσο πολλές ομάδες που η αλλαγή του έχει γίνει πολιτικά σχεδόν αδύνατη. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη αυτού από το πρώτο πράγμα που έκανε ετούτη η κυβέρνηση, η τέταρτη μ.Π. (μετά Πτώχευσης), η “πρωτηφορά αριστερή”, αυτή που εκλέχτηκε ποντάροντας στην πλατφόρμα της “ανθρωπιστικής κρίσης”: Έδωσε αυξήσεις στο συνδικάτο της ΔΕΗ.
Στο βιβλίο του “The Rise and Decline of Nations” ο αμερικανός οικονομολόγος Μάνσυρ Όλσον έγραψε ότι οι οικονομίες καταρρέουν όταν συσσωρεύουν μέσα τους υπερβολικά πολλές ομάδες-συμμαχίες κοινών οικονομικών συμφερόντων, όπως τα καρτέλ και τα συνδικάτα. Ο Όλσον μελέτησε την πορεία οικονομιών διαφόρων μεγεθών από διάφορες ηπείρους και τεκμηρίωσε το συμπέρασμά του εξαιρετικά πειστικά: Όπου υπάρχουν τέτοιες κλειστές ομάδες συμφερόντων, αυτές τείνουν να αποκτούν μεγάλη δύναμη πολιτικής επιρροής, προωθώντας μέτρα προστατευτισμού του εαυτού τους. Έτσι γίνονται όλο και πιο κλειστές, και τα συμφέροντά τους γίνονται όλο και πιο ισχυρά. Αυτό έχει ευεργετικές συνέπειες για τα μέλη τους, βεβαίως, αλλά καθώς αυτές οι ομάδες είναι μικρές μειοψηφίες, οι συνέπειες για κάθε μέλος της ευρυτερης κοινωνίας είναι ως και αμελητέες, και έτσι η ευρύτερη κοινωνία σπάνια αντιδρά στη σταδιακή και ανεπαίσθητη συσσώρευση αυτών των συμφερόντων. Όταν μια οικονομία είναι γεμάτη από τέτοια συμφέροντα, γίνεται αρτηριοσκληρωτική και, τελικά, παρακμάζει. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και ο ιστορικός Τζόζεφ Τέιντερ, που σε ένα άλλο βιβλίο (“The Collapse of Complex Societies”) μελετά το μηχανισμό κατάρρευσης δεκαεφτά μεγάλων πολιτισμών της Ιστορίας. Βρήκε ότι όλοι κατέρρευσαν επειδή “συσσώρευσαν πολυπλοκότητα” στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν προβλήματα. Η γραφειοκρατεία, οι πολύπλοκες δομές, οι ανελεύθερες πρακτικές και οι κοινωνικές τάξεις που συσσωρεύουν πόρους χωρίς να συμμετέχουν παραγωγικά στην ελεύθερη αγορά, οδηγούν πάντα στην κατάρρευση.
Καλή ώρα.
Αν σας φαίνεται κι εσάς ότι η πολιτική πραγματικότητα στην Ελλάδα της 4ης μ.Π. κυβέρνησης έχει χάσει κάθε νόημα, ότι κάπου ανάμεσα στις μεταμεσονύχτιες φωτογραφίσεις της Ζωής Κωνσταντοπούλου στη Βουλή, τις απειλές του Πάνου Καμμένου κατά της Γερμανίας, τις Βαρουφέλειες για το πού θα τα πούμε με την τρόικα, την απειλούμενη κατάσχεση του Ινστιτούτου Γκαίτε για πολεμικές αποζημιώσεις και τις προσλήψεις του Κατρούγκαλου, οι εξελίξεις φαίνεται να έχουν χάσει κάθε συνοχή, και ότι η πολιτική μοιάζει να διεξάγεται σε ένα επίπεδο αισθητικής κι ασχετοσύνης πρωτόγνωρο, πράγμα που, σε μια χώρα που έχει ζήσει 40 χρόνια ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, λέει πολλά, τότε σκεφτείτε πως όλα μπορεί να συμβαίνουν γι’ αυτό: Ούτε αυτή, η πρωτηφορά αριστερή κυβέρνηση θέλει να αλλάξει αυτή τη χώρα. Ίσως να θέλει απλά να κληρονομήσει την εκλογική πελατεία του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, να χαϊδέψει τα συμφέροντα των καρτέλ και τα εθνικοσοσιαλιστικά ένστικτα της συναισθηματικής εκλογικής βάσης, να κάνει ότι διαπραγματεύεται σθεναρά με τους κακούς ξένους (δανειστές μας) που μας μισούνε ώστε, όταν με το καλό έρθει ο λογαριασμός του επόμενου μνημονίου, να πάει σε κάλπες μη έχοντας υλοποιήσει καμία από τις μεταρρυθμίσεις, για να κερδίσει την αυτοδυναμία από ένα εκλογικό σώμα που, όπως έχει αποδείξει πολλάκις, δεν τις θέλει. Βεβαίως, έτσι αργά ή γρήγορα θα κυβερνά σε μια χώρα που θα έχει για νόμισμα τη δραχμή, και ανυπαρκτη μεσαία τάξη, αλλά δεν τους απασχολεί αυτό, ούτως ή άλλως θα φταίνε οι ξένοι για την (τότε αληθινή) ανθρωπιστική κρίση.
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, μόνο έτσι βγάζουν νόημα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας.
Πηγή: Καθημερινή