του Στέφανου Κασιμάτη
Οσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή – κοινώς: ποτέ δεν ξέρεις από πού θα σου ’ρθει.
Εξαιτίας περαστικής αδιαθεσίας, έμεινα μία ημέρα στο κρεβάτι, την Τετάρτη, και δεν παρακολούθησα καθόλου τις ειδησεογραφικές εξελίξεις κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης ημέρας. Αργά το βράδυ πια, όταν ένιωθα καλύτερα, έβαλα να ακούσω τις ειδήσεις από το ραδιόφωνο και τότε μου ήρθε η κεραμίδα: στην Αμφίπολη, έλεγε το ραδιόφωνο, είχε βρεθεί «ο σκελετός του νεκρού»!
Προσοχή όχι ο σκελετός ενός ζωντανού, αλλά ενός «νεκρού». Περιττή διευκρίνιση, ασφαλώς, αφού βάσει των όσων γνωρίζουμε για την ανθρώπινη ζωή ο σκελετός στους ζωντανούς πάει πακέτο με το υπόλοιπο και, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δεν έχει παρατηρηθεί να είναι δυνατόν να υπάρχει σε ένα μέρος ο σκελετός ενός ανθρώπου και σε διαφορετικό μέρος το υπόλοιπο του ίδιου ανθρώπου (σάρκες, όργανα και τα συναφή), εκτός και αν ο άνθρωπος αυτός έχει προηγουμένως πεθάνει. Και είναι γνωστό, (φαντάζομαι και ελπίζω…), ότι ο άνθρωπος που έχει πεθάνει λέγεται «νεκρός».
Επομένως, προς τι η αναφορά στην εύρεση οστών νεκρού, λες και θα μπορούσαν ποτέ να ήσαν οστά ζωντανού; Οχι μόνον ήταν νοηματικά περιττός ο προσδιορισμός, αλλά ήταν και μια εκδήλωση αναισθησίας έναντι όλων ημών, από πλευράς όσων επέλεξαν τους συγκεκριμένους όρους. Διότι είχαμε μια χαρά να ακούμε για τον περίφημο «ένοικο» του τάφου και μας άρεσε η ιδέα ότι στον πεπρωμένο του Γένους περιλαμβάνεται και μια live συνάντηση, αν όχι τον Αλέξανδρο, τουλάχιστον με κάποιον στενό συγγενή του.
(Εδώ, κάνω μια παρέκβαση, για μια προσωπική εξομολόγηση. Προσωπικώς, ήλπιζα ότι ο ένοικος του τάφου θα ήταν η μαμά του Μεγαλέξανδρου, η Ολυμπιάδα. Αυτό θα ήταν ανεκτίμητης αξίας για την πρόοδο της ιστορικής γνώσης, καθώς από την Ολυμπιάδα θα μαθαίναμε τα πάντα για τον Αλέξανδρο. Διότι, ως γνήσια Ελληνίδα μητέρα με απέραντη και παράλογη λατρεία για το καμάρι της, η Ολυμπιάδα θα έσπευδε να μας πει τα πάντα για τον Αλέξανδρο, μέχρι ―που λέει ο λόγος― και αν, όταν ήταν μικρούλης ο Αλέξανδρος, μούσκευε το κρεβατάκι του. «Τόσο ευαίσθητο και καλό παιδί ήταν ο Αλέξανδρος, κύριε Χαρδαβέλα μου», τη φαντάζομαι να λέει δακρύζοντας, σε τηλεοπτική συνέντευξη…).
Εν πάση περιπτώσει, το βέβαιο είναι ότι έπρεπε να έχει βρεθεί ένας πιο λεπτός, πιο πολιτισμένος τρόπος για να μας πουν ότι, τελικά, ο ένοικος του τάφου ήταν νεκρός. Δεν ήταν απαραίτητο να μας το ρίξουν σαν χαστούκι στο πρόσωπο, με τόση αναισθησία. Και τούτο διότι οι ελπίδες των γνησίων (τουτέστιν των Ελληνοψύχων) Ελλήνων, μολονότι ασαφείς και νεφελώδεις ως συνήθως, είχαν επενδυθεί στην θεωρία της σωτηρίας που θα προέλθει από τον ένοικο του τάφου και τώρα η απογοήτευσή τους έρχεται απότομα ― και δεν είναι η πρώτη, θυμίζω.
Ανακεφαλαιώνω παρακάτω εν τάχει τις απογοητεύσεις που γεύθηκε ο Υπαρκτός Ελληνισμός αφότου ξεκίνησε η κρίση. Πρώτα ήταν η ελπίδα ότι κάποιος άλλος, εκτός Δύσης, θα μας βγάλει από τη δύσκολη θέση αναλαμβάνοντας μέρος του λογαριασμού. Οικτρή απογοήτευση, τόσο από τους Ρώσους όσο και από τους Κινέζους. Επειτα, περάσαμε στην κουτοπονηριά ότι θα αλλάξουμε τους κανόνες του παιχνιδιού ενόσω διαρκεί το παιχνίδι. Ετσι, όπως ο Σοβιετικός ηγέτης στο γνωστό ανέκδοτο λέει προς τον Αμερικανό πρόεδρο: «ναι, αλλά κι εσείς καταπιέζετε τους μαύρους», παρομοίως και εμείς πήγαμε μισό αιώνα πίσω και βάλε, για να πούμε προς τους Γερμανούς: «ναι, αλλά κι εσείς μας χρωστάτε κατοχικό δάνειο, αποζημιώσεις κ.λπ.». Στη συνέχεια, πιάσαμε το βιολί με τον κρυμμένο θησαυρό που όχι μόνο θα μας ξελασπώσει μια και καλή, αλλά θα εξασφαλίσει και τα δισέγγονά μας: πετρέλαια, αέρια, ΑΟΖ και δεν συμμαζεύεται. Με τα πολλά, αφού καταλάβαμε ότι θα χρειαστούν δέκα χρόνια τουλάχιστον μέχρι να εισπράξουμε το πρώτο ευρώ από τους υδρογονάθρακες, το ρίξαμε στην αναζήτηση του περιλάλητου «ενοίκου του τάφου». Ωσπου και από εκεί μας ήρθε προχθές το πικρό ποτήρι…
Τέλος πάντων, ζωή σε εμάς, αφού ο ένοικος του τάφου είναι τελικά νεκρός. Ας συμβιβαστούμε με την πραγματικότητα και ας στρέψουμε τις ελπίδες μας για σωτηρία σε νεότερους μύθους. Ας πούμε, τι θα λέγατε για τον μαρμαρωμένο βασιλιά; Κάποιος θα μας σώσει στο τέλος, δεν μπορεί. Μας το χρωστά η Ιστορία, σε τελευταία ανάλυση…
Πηγή: Καθημερινή