του Γιώργου Τσίρου
…Για τον Καβάκο η μουσική είναι το τι κάνεις, το πώς αγγίζεις έναν άλλο άνθρωπο, το πώς ζεις. Δεν είναι διασκέδαση ούτε ένα όμορφο κομμάτι της ζωής, ΕΙΝΑΙ η ζωή. Προ ετών, σε συναυλίες του στο Μέγαρο, είχε επιλέξει έργα που κατέληγαν όχι σε θριαμβευτικό κρεσέντο, αλλά στην απόλυτη σιωπή. Και έκανε το πείραμα να ζητήσει απ’ το κοινό να μη χειροκροτήσει. «Ηθελα να βοηθήσω τον κόσμο να νιώσει τη διάσταση της δημιουργίας όταν αυτή προέρχεται από τη σιωπή», μου λέει. «Οι αίθουσες συναυλιών είναι από τους τελευταίους χώρους όπου οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως θρησκείας, φυλής, κοινωνικής – οικονομικής τάξης, πολιτικών απόψεων, μπορούν να επικοινωνήσουν αλλά και να κοινωνήσουν με σιωπή – αυτή απ’ την οποία γεννιέται η μουσική και στην οποία καταλήγει. Η συναυλία λοιπόν είχε σκοπό να αναδείξει την ύψιστη επικοινωνία μέσω της σιωπής, σε μια εποχή θορύβου. Και ήταν συγκλονιστική. Φεύγαμε εμείς από τη σκηνή και ο κόσμος από την αίθουσα παίρνοντας τη μουσική μαζί του, χωρίς να ακουστεί τίποτα».
Ο κανόνας, βέβαια, στην περίπτωσή του είναι το εκκωφαντικό χειροκρότημα. Κοιτάζω με δέος το πρόγραμμά του μετά τη sold-out εμφάνιση στην Αθήνα με την Κινέζα πιανίστρια Γιούτζα Ουάνγκ, την ερχόμενη Τρίτη. Λονδίνο, Μαδρίτη, Βαρκελώνη, Στοκχόλμη, Βιέννη, Τορόντο, Μόντρεαλ, Ντένβερ, Νέα Υόρκη, Βοστώνη… Πάνω από 25 συναυλίες πριν φύγει ο χρόνος. «Πάντοτε ήθελα να είμαι όσο καλύτερος και πιο τίμιος γίνεται απέναντι στη μουσική, στο έργο που παίζω», έχει πει. Αλήθεια, πώς φαντάζεται το μέλλον του; «Μου αρέσουν τα μικρά και σταθερά βήματα. Η ζωή είναι σαν το σκάκι, μία κίνηση τη φορά, όχι δέκα συγχρόνως. Η πρόκληση είναι να βρεις ισορροπία ανάμεσα στη φυσική κατάσταση, που φθίνει με τα χρόνια, και την πνευματική ωριμότητα που αντίστοιχα κατακτάται. Αλλά με την τέχνη δεν κινδυνεύω. Ξέρω πού βρίσκομαι, τι μπορώ να κάνω και πώς, και όσο μου επιτρέπει η υγεία μου θα προσπαθώ να το κάνω». Οι μουσικές προκλήσεις δεν σταματούν – έχει την παράλληλη καριέρα ως διευθυντής ορχήστρας και, όπως μου λέει ο Τζέιμς Τζόλι, υπάρχουν «εκκρεμότητες» μεγάλων κονσέρτων για να συμπληρωθεί το -ήδη τεράστιο- ρεπερτόριο του απόλυτου σολίστ. «Θα ήταν υπέροχο να τον ακούσουμε σε Μπετόβεν και Τσαϊκόφσκι, όπως και σε ελαφρώς πιο περιφερειακά έργα, όπως του Σικανόφσκι και του Νίλσεν». Εχει και τις πατρικές ευθύνες απέναντι στις δύο θυγατέρες – αισίως 20 και 17 ετών, η μεγάλη στην Καλών Τεχνών, η δεύτερη έχει περάσει στην Αρχιτεκτονική και θέλει να ασχοληθεί με τη φωτογραφία.
Και υπάρχει, βεβαίως, η μέγιστη εκκρεμότητα, ο μόνιμος πόνος, που λέγεται Ελλάδα. Που στα αρχαία χρόνια, όπως συχνά αναφέρει, είχε τη μουσική στο επίκεντρο της εκπαίδευσης και δίδασκε τη λογική, το μέτρο και το ήθος, και σήμερα… φλερτάρει με το χάος. Σταχυολογώ δηλώσεις του: «Κάθε φορά λέω πιάσαμε πάτο, και όμως έχει πάντα παρακάτω… Οσο οι κυβερνώντες είναι αμόρφωτοι, δεν θα αλλάξουν τα πράγματα… Ο σύγχρονος Ελληνας είναι απολίτιστος… Είμαστε ελίτ στα λάθος και τα ασήμαντα… Η Ελλάδα είναι η ατμομηχανή της Ευρώπης στα αρνητικά, μια χώρα που δεν ξέρει ποια είναι και έχει εναποθέσει τη σωτηρία της στους ίδιους που την έφεραν σε αυτό το χάλι…». Και πάει λέγοντας. «Ετοιμοι» τίτλοι για τα ΜΜΕ, αλλά τι κρύβεται από πίσω; Τόση απαισιοδοξία; Μου εξηγεί ότι δεν κινείται με όρους αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας. Υπάρχει η πανέμορφη πραγματικότητα που ζει, της τέχνης, στην οποία εύκολα θα μπορούσε να απομονωθεί. Αλλά δεν τον ενδιαφέρει κάτι τέτοιο – κανείς δεν μπορεί να μένει σε απόσταση, «είναι σημαντικό να τοποθετεί την προσωπική του συνείδηση και ύπαρξη στον κόσμο που ζει – και η εποχή μας δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, συναισθηματικά ή συγκινησιακά, εποχή αισιοδοξίας. Με αφήνει άναυδο η υποκρισία τού να αντιμετωπίζουμε όσα συμβαίνουν -θρησκευτικές ακρότητες, οικονομικό πόλεμο, ασύλληπτο κανιβαλισμό, μηδενισμό της αξίας της ζωής- με έκπληξη. Εμείς τα έχουμε σπείρει και καλλιεργήσει επί χρόνια. Οταν σταματήσουμε να υποκρινόμαστε και αναλάβουμε το μερίδιο ευθυνών που μας αναλογεί, τότε θα υπάρξει προοπτική για ένα καλύτερο μέλλον».
Και ο ίδιος; Θα έβαζε όνομα, κύρος, καριέρα, ικανότητες, «πλάτες» σε μια θέση ευθύνης; «Δεν με ενδιαφέρει να κάνω συναισθηματικές προσπάθειες. Το να μπορέσει κανείς να ενταχθεί ή να δημιουργήσει μια προσπάθεια που θα αφορά ευρύτερο κοινωνικό σύνολο είναι τεράστια ευθύνη, χρειάζεται όραμα, πρακτική εφαρμογή, κατάλληλους συνεργάτες και εργάτες. Δεν έχω πειστεί αυτήν τη στιγμή, ούτε με έχει πλησιάσει κανείς, ούτε έχω νιώσει ότι υπάρχει η δυνατότητα να δημιουργηθεί κάτι το οποίο θα μπορούσε να γίνει σπουδαίο για να το ξεκινήσω. Εως τότε, η ευθύνη μου είναι απέναντι σ’ αυτό που κάνω, στους ανθρώπους που έρχονται στις συναυλίες. Πρέπει να είμαι συνεπής σ’ αυτό που έχουν συνηθίσει να λαμβάνουν από εμένα».
Πηγή: Καθημερινή