του Στέφανου Κασιμάτη
Δείτε το σαν αίνιγμα: τι κοινό έχουν στην Ελλάδα ένας πλαστογράφος υπάλληλος του Δημοσίου και ένας καταπατητής ιδιωτικής γης; Τα γεγονότα των ημερών δίνουν μόνα τους την απάντηση: η Πολιτεία τους προστατεύει από τις κατά τον νόμο συνέπειες των αδικημάτων τους, εφόσον ανήκουν στη δυστυχή κατηγορία των αναξιοπαθούντων. Αν, δηλαδή, έχουμε υπάλληλους των κατωτέρων βαθμίδων της ιεραρχίας, που χρησιμοποίησαν πλαστό απολυτήριο Μέσης Εκπαίδευσης ώστε να προσληφθούν ή αν έχουμε Ρομά (Τσιγγάνους, για να συνεννοούμεθα) που έστησαν τα παραπήγματά τους (τα τσαντίρια τους, και πάλι για να συνεννοούμεθα) σε ιδιωτικά οικόπεδα, ατύπως και οι δύο απαλλάσσονται των ευθυνών τους.
Εχουμε δει επίσης, από την ειδησεογραφία του πρόσφατου παρελθόντος, ότι ―φαινομενικά τουλάχιστον― η ανοχή της Πολιτείας προς τους δράστες παρόμοιων αδικημάτων δεν ισχύει, εφόσον αυτοί πλησιάζουν ή ξεπερνούν το μέσο επίπεδο εισοδήματος. Αν ένας σύζυγος βουλευτίνας, λ.χ., έχει πλαστογραφήσει τίτλο του LSE για να προσληφθεί (έστω και στον δήμο Κορυδαλλού…), αν ένας γιατρός έχει προσληφθεί με πλαστά πτυχία ή, ακόμη αν ένας διαπρεπής δικηγόρος έχει αναμειχθεί σε καταπάτηση τεράστιων εκτάσεων στις παρυφές της Αθήνας, τότε η Πολιτεία δεν έχει ενδοιασμό να κινηθεί εναντίον τους με τα μέσα που της δίνει ο νόμος.
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, το ότι έρχονται στη δημοσιότητα περιπτώσεις όπως οι παραπάνω, δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι η Δικαιοσύνη, που τις εξετάζει και τις κρίνει, κάνει πάντα τη δουλειά της σωστά. Πολύ συχνά η δίωξη είναι ένα σόου υποκρισίας, που στήνεται με προφανώς επικοινωνιακούς σκοπούς: για να μην εξάπτεται η ευερέθιστη κοινή γνώμη. Μόλις τις προάλλες δεν ήταν που ο Λέανδρος Ρακιντζής, γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, δήλωσε επισήμως ότι οι λεγόμενοι επώνυμοι τυγχάνουν ιδιότυπης προστασίας από τη Δικαιοσύνη; Πράγματι, λοιπόν, το ότι η Πολιτεία αναλαμβάνει δράση κατά γιατρών, δικηγόρων, συζύγων βουλευτών και άλλων από τα ίδια κοινωνικά στρώματα δεν συνεπάγεται την απόδοση της δικαιοσύνης. Ετσι συμβαίνει παντού στον Τρίτο Κόσμο· γιατί όχι, λοιπόν, και στην Ελλάδα, όπου ο λαός της αγωνίζεται να διατηρήσει την «ιδιοσυστασία» του από την ισοπέδωση της παγκοσμιοποίησης; (Η κρίση απέδειξε ότι δεν μας χωρίζει και μεγάλη απόσταση, παρά τη συμμετοχή μας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς…).
Σύμφωνοι, λοιπόν, το Κράτος Δικαίου ―δηλαδή η εφαρμογή των ίδιων νόμων για όλους― στην Ελλάδα δεν θεωρείται «κεκτημένο», όπως π. χ. ο διορισμός στο Δημόσιο. (Δείτε, λ.χ., πώς ο διορισμός διάσημου ποδοσφαιριστή σε θέση κηπουρού σε κάποιο δήμο, στο όχι και πολύ μακρινό παρελθόν, δεν ενόχλησε ιδιαίτερα, παρότι ο διορισθείς δεν ήταν σε καμία περίπτωση «φουκαράς»). Ομως, με αφορμή τον χειρισμό των δύο πρόσφατων υποθέσεων (με τους κατόχους πλαστών τίτλων σπουδών στους δήμους και με τους Τσιγγάνους του Χαλανδρίου) αναδεικνύεται μια ως τώρα αθέατη πλευρά του φαινομένου: η ανοχή της Πολιτείας έναντι της ανομίας των κακομοίρηδων, με τρόπο που σχεδόν ισοδυναμεί με την παραχώρηση προνομίου στην ανομία υπό την προϋπόθεση της κακομοιριάς.
Στην πραγματικότητα, όμως, οι κακομοίρηδες προς χάριν των οποίων αίρεται η ισχύς του νόμου δεν είναι και τόσο κακομοίρηδες. Γιατί, φερ’ ειπείν, πρέπει να λυπόμαστε ―και να τον ανεχόμαστε να εργάζεται στο Δημόσιο― κάποιον επειδή το εξαπάτησε καταθέτοντας πλαστό πιστοποιητικό; Οτι, ας πούμε, μπορεί ο καημένος να μην έχει τελειώσει το Λύκειο δεν είναι επαρκής λόγος, κατά τη γνώμη μου. Προσωπικώς, λυπάμαι περισσότερο το κορόιδο που αν δεν πληρώσει φόρο, ώστε να εισπράττουν τους μισθούς τους οι προστατευόμενοι απατεώνες, μπορεί να βρεθεί στη φυλακή, ενώ τους απατεώνες δεν θα τους πειράξει κανένας.
Με τους Τσιγγάνους, το θέμα είναι πιο απλό. Είναι πασίγνωστο ότι η ψήφος πολλών από αυτούς είναι εξαγοράσιμη. Θυμίζω, από τις «κουκουρούκου» σημειώσεις του Τσοχατζόπουλου, την περίφημη αναφορά στο ποσόν που έπρεπε να δώσει σε κάποιον «γύφτο Μπάκα» στη Θεσσαλονίκη. Ούτε είναι άνευ σημασίας, επίσης, ότι ένας τσιγγάνος υποψήφιος είναι απαραίτητο αξεσουάρ στο ψηφοδέλτιο κάθε κόμματος που σέβεται τον εαυτό του. Υπάρχουν, δε, έπειτα από τόσα χρόνια δημοκρατίας, μόνιμοι Τσιγγάνοι υποψήφιοι περιφερόμενοι από κόμμα σε κόμμα ανά εκλογική αναμέτρηση.
Οσο υποκριτική είναι η φαινομενική αυστηρότητα προς τους πολίτες ενός επιπέδου μέσου και άνω, άλλο τόσο είναι η επιείκεια για τους δήθεν φουκαράδες. Πίσω από τις δύο αυτές όψεις της, η υποκρισία της Πολιτείας κρύβει τον κομματισμό που διέβρωσε πλήρως το κράτος και το έκανε όργανο στα χέρια του κόμματος. Στο βάθος, είναι βέβαια ανόητο αυτό που έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν τα κόμματα· διότι έτσι διαβρώνουν την ισχύ του κράτους, διαλύουν τους μηχανισμούς τους, κι όλα αυτά στην προσπάθειά τους να το κατακτήσουν, να το ελέγξουν, να το κάνουν δικό τους: φαύλος κύκλος, που όσο δεν σπάει εξασθενεί και την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς (όση έχει απομείνει τέλος πάντων…) και τη δυνατότητα του ίδιου του κράτους να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της πραγματικότητας.
Ευτυχώς είμαστε μικρή χώρα και έτσι δεν είμαστε πολύ εκτεθειμένοι σε κινδύνους σοβαρότερους στον διεθνή ορίζοντα, που θα αποκάλυπταν την αξιοθρήνητη γύμνια του ελληνικού κράτους. Δεν τολμώ να φαντασθώ, π.χ., πώς θα αντιδρούσε αυτό το κράτος στην πίεση της κοινής γνώμης, αν οι τζιχαντιστές στο Ιράκ και τη Συρία κρατούσαν Ελληνες αιχμαλώτους και απειλούσαν να τους αποκεφαλίσουν. Θα επέβαλε, άραγε, έκτακτο φόρο για την καταβολή λύτρων στους τρομοκράτες; Διόλου απίθανο. Κάπως έτσι έχει συνηθίσει να ανταποκρίνεται στους εκβιασμούς των κάθε είδους οργανωμένων «φουκαράδων»…
Πηγή: Καθημερινή