του Κώστα Ιορδανίδη
Οικτίρουν την κακοφωνία οι πάσης φύσεως σχολιαστές, καθώς κάποιοι νεοδιορισθέντες υπουργοί κινούνται ασυντόνιστα προς την πορεία που ακολουθούσε η κυβέρνηση πριν από τις εκλογές της 25ης Μαΐου. Φαίνεται ότι το «μήνυμα» των εκλογών που οδήγησε στον εσπευσμένο ανασχηματισμό ήταν πως η ακολουθούμενη πολιτική δεν είναι πλέον αποδεκτή από το εκλογικό σώμα. Η απώλεια έντεκα εκατοστιαίων μονάδων του κυβερνητικού συνασπισμού Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ έναντι των εκλογών του Ιουνίου 2012 δεν είναι κάτι με το οποίο μπορεί να συμφιλιωθεί ένας κοινοβουλευτικός ηγέτης.
Ετέθη, συνεπώς, ως στόχος ο εξευμενισμός της κοινής γνώμης. Αλλά η στρατηγική αυτή είναι παθητική, μηχανιστική και εκ προοιμίου καταδικασμένη σε αποτυχία. Πρωτίστως διότι οδηγεί σε μία διολίσθηση του κυβερνητικού συνασπισμού προς μία πολιτική που επεξεργάσθηκε και προωθεί με διαφοροποιήσεις η αντιπολίτευση, στο σύνολό της.
Δεν πρόκειται, βεβαίως, για μία καινοφανή εξέλιξη. Στο παρελθόν, η Νέα Δημοκρατία και παρά την εντονότατη ρητορική αντιπαράθεση επηρεάσθηκε βαθύτατα από το ΠΑΣΟΚ – κάποιοι θα υποστηρίξουν ότι επί της ουσίας μετεξελίχθηκε σε ένα ΠΑΣΟΚ της «Δεξιάς».
Χαρακτηριστικό της κυβερνήσεως συνασπισμού στη διάρκεια της διετίας ήταν ότι αντί να διαπραγματευθεί με τρόπο πειστικό, ώστε να γίνει κατανοητό στους εκπροσώπους των δανειστών της χώρας ότι ορισμένα μέτρα θα ήταν άκρως αντιπαραγωγικά, εισήγαγε προς ψήφιση ακρίτως τα πάντα, για να εξασφαλίσει την επόμενη δόση του δανείου.
Παράλληλα, ωστόσο, με ειδικές διατάξεις προχωρούσε σε μερική αναίρεση των αποφασισθέντων ή δεν εφάρμοζε τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει. Λειτουργούσε, με άλλα λόγια, ως «μνημονιακή» και «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση, ταυτοχρόνως. Η πρακτική της, ως εκ τούτου, δικαίωνε εν μέρει κάποια επιχειρήματα του ΣΥΡΙΖΑ και οδήγησε την κυβέρνηση σε κάποιες «διορθωτικές πρωτοβουλίες», όπως η έκτακτη ενίσχυση των ασθενεστέρων, δίκην προεκλογικού συσσιτίου.
Αλλά καμία κυβέρνηση δεν είναι δυνατόν να συναγωνισθεί σε παροχολογία την όποια αξιωματική αντιπολίτευση. Και από τη στιγμή που η κοινή γνώμη διαπιστώνει ότι μία κυβέρνηση μπορεί να ικανοποιεί κάποιες κοινωνικές ομάδες, τότε το ρεύμα προς την αντιπολίτευση που υπόσχεται περισσότερα αυξάνεται διαρκώς. Οι ψηφοφόροι έχουν την τάση να συντάσσονται με το «αυθεντικό» και όχι με τις απομιμήσεις.
Ηδη ένα μεγάλο τμήμα των παραδοσιακών συντηρητικών πολιτών έχει εγκαταλείψει τη Νέα Δημοκρατία και εστράφη στη Χρυσή Αυγή και σε μικρότερους πολιτικούς σχηματισμούς, ενώ το ΠΑΣΟΚ απορροφήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Οσοι εψήφισαν τον κυβερνητικό σχηματισμό το έπραξαν πρωτίστως υπό τον φόβο του αγνώστου. Κάποιοι ασφαλώς πιστεύουν στην ορθότητα του προγράμματος και είναι αυτοί που παρακολουθούν με αμηχανία τις «αντιμνημονιακές» εκρήξεις υπουργών και ενίοτε των ηγετών της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ. Αλλά με αυτόν τον τρόπο η χώρα έχει περιέλθει σε μία κατάσταση σχιζοειδή και οσμώσεων ανορθοδόξων, που οδηγεί αναπότρεπτα σε αύξηση του ευρωσκεπτικισμού.
Πηγή: Καθημερινή