του Σεραφείμ Κωνσταντινίδη
Η κυρίαρχη αντίληψη στην οικονομία προσανατολίζεται στην ενίσχυση του ανταγωνισμού με εξάλειψη ρυθμίσεων και πρακτικών που νοθεύουν τον ανταγωνισμό, περιορίζοντας τις επιλογές των καταναλωτών που πληρώνουν ακριβότερα. Στην πράξη όμως η επιδίωξη αυτή οδηγεί σε συγκεκριμένες επιλογές που κάποιους ευνοούν. Προωθούνται ρυθμίσεις με στόχο την προστασία των καταναλωτών παντού, από τις αμοιβές των συμβολαιογράφων και τη λειτουργία των φαρμακείων, έως την παραγωγή γάλακτος και τα μαθήματα που (πρέπει να) διδάσκονται οι… εκτιμητές ακινήτων! Ωστόσο η αμοιβή των συμβολαιογράφων ή των δικηγόρων δεν μπορεί να έχει την ίδια αντιμετώπιση με έναν παραγωγικό κλάδο. Αλλωστε, το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι και δεν προβλέπεται στο ορατό μέλλον να είναι οι τιμές και ο πληθωρισμός. Αντίθετα είναι το μέλλον της παραγωγής που υποβαθμίζεται, με αποτέλεσμα να χάνονται ποιοτικές θέσεις εργασίας, είτε σε προσωπικό χαμηλού επιπέδου, είτε για επιστήμονες υψηλής εξειδίκευσης.
Τα τελευταία χρόνια έχουν πληγεί για διαφορετικούς λόγους σημαντικοί κλάδοι της βαριάς βιομηχανίας όπως τα τσιμέντα, τα ναυπηγεία και οι χαλυβουργίες, οι τεχνολογικές βιομηχανίες μεσαίου επιπέδου όπως η παραγωγή μηχανών και εξοπλισμού αλλά και λίγο νωρίτερα, κλάδοι χαμηλής τεχνολογίας όπως η κλωστοϋφαντουργία και τα υποδηματοποιεία. Το κενό συμπληρώθηκε κάπως από την ανάπτυξη της βιομηχανίας τροφίμων, αλλά κυρίως με την έκρηξη του εμπορίου που έχει δυνατότητες να κερδίζει με σχετικά μικρά κεφάλαια και να αποφεύγει τη φορολογία. Δεν είναι τυχαία η ραγδαία ανάπτυξη των σούπερ μάρκετ που «χρηματοδοτούνται» από τους προμηθευτές τους, κάθε χρόνο βελτιώνουν τις πωλήσεις τους, αλλά ποτέ την κερδοφορία που δηλώνουν!
Σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, ανάλογα με τις εξελίξεις κάποιοι κλάδοι υποβαθμίζονται και εξαφανίζονται, αλλά αναδεικνύονται νέες παραγωγικές ή εξαγωγικές δραστηριότητες. Στην ελληνική περίπτωση, το πρόβλημα είναι ότι η οικονομία απομακρύνεται από την παραγωγή και κλείνεται σε ένα εισαγωγικό μοντέλο. Πάντα τα εισαγόμενα είναι φθηνότερα, είτε επειδή επιδοτούνται στις χώρες παραγωγής είτε επειδή έχουν χαμηλότερο κόστος για μισθούς, ρεύμα, πρώτες ύλες.
Ωστόσο το αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης είναι πολιτικό! Οι εισαγωγείς και έμποροι είναι πλέον ισχυρότεροι στην εγχώρια κλίμακα εξουσίας και χρήματος από τους παραγωγούς και επιβάλλουν τους όρους τους. Με σημαία τη μείωση τιμών, διαθέτουν και πολιτικό και λαϊκό έρεισμα.
Δεν ισχύει το πασίγνωστο απόσπασμα από τον «Πλούτο των Εθνών» του Α. Σμιθ, σύμφωνα με το οποίο «δεν είναι λόγω της καλοσύνης του χασάπη, του ζυθοποιού ή του φούρναρη που αναμένουμε το βραδινό μας, αλλά λόγω της επιδίωξης από αυτούς του δικού τους συμφέροντος». Στην Ελλάδα επιδιώκουν διακαώς να μειώσουν τις τιμές.
Ποιος φταίει για τη σταδιακή διολίσθηση προς τα εισαγόμενα; Οι ίδιοι οι βιομήχανοι! Η κύρια ευθύνη ανήκει στους ιδιοκτήτες των βιομηχανιών που δεν προσαρμόστηκαν στις εξελίξεις, επιβεβαιώνοντας ότι μόνον με κρατική υποστήριξη μπορούσαν να επιβιώσουν. Οταν για διάφορους λόγους χάθηκε η κρατικοδίαιτη ανάπτυξη, τα κίνητρα, η προτίμηση στις κρατικές προμήθειες, τα δημόσια έργα κ.λπ., η εγχώρια παραγωγή υποχώρησε. Τα περισσότερα παιδιά βιομηχάνων γίνονται εισαγωγείς.
Πηγή: Καθημερινή