από την Σώτη Τριανταφύλλου
Ο τρόπος με τον οποίον διαχειριζόμαστε τις κρίσεις –προσωπικές και κοινωνικές: από τη χρεοκοπία μας κι από τις ανεξέλεγκτες μεταναστευτικές ροές, μέχρι τις πυρκαγιές και τους σεισμούς– καταδεικνύει την εγκατάλειψη της λογικής μπροστά στο σαρωτικό κύμα του συναισθηματισμού. Σχετικά πρόσφατη εκδήλωση τοξικού συναισθηματισμού ήταν η συλλογική αντίδραση στη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου που πήρε διαστάσεις εθνικής τραγωδίας: ένα γεγονός που μαρτυρούσε την ύπαρξη ψυχασθενών στην αστυνομία, τη μη εφαρμογή των νόμιμων διαδικασιών (π.χ. σύλληψη για εξύβριση αρχής), καθώς και μια πλευρά της νεανικής κουλτούρας, την αψηφησιά των οργάνων της τάξης. Το γεγονός κατέληξε σε ένα είδος επετείου του «λαϊκού κινήματος» με υψηλούς δραματικούς τόνους. Όσα επακολούθησαν είναι γνωστά: ο λαός διψάει για αίμα –επιλεκτικά: περιέργως, τα θύματα της αριστερής βίας δεν είναι θύματα– είτε πρόκειται για παράπλευρη απώλεια, είτε για αποτέλεσμα προβοκάτσιας.
Επειδή έχω εργαστεί για περισσότερα από είκοσι χρόνια σε μη προνομιακά εκπαιδευτικά ιδρύματα –ΙΕΚ, τεχνικές και καλλιτεχνικές σχολές, αμερικανικά λύκεια της εσώτερης πόλης, περιφερειακά πανεπιστήμια– έχω υπάρξει αυτόπτης μάρτυρας της σύγχρονης παιδείας που εμπνέεται από συναισθηματισμό και όχι από λογική. Και πιστεύω ότι η υπερσυναισθηματική στάση έναντι των «παιδιών» αποτελεί, στην πραγματικότητα, συστατικό ενός εκρηκτικού μείγματος από αμέλεια, περιφρόνηση και βία. Μέρος της είναι, εξάλλου, η αντιμετώπιση των πολιτών ως παιδιά ανεξαρτήτως ηλικίας: ο τοξικός συναισθηματισμός της παιδείας διασπείρεται στην ευρύτερη κοινωνία, καλλιεργείται από τα μέσα ενημέρωσης και αντικαθιστά το ήθος και την αποτελεσματικότητα με την αγανάκτηση και τις φτηνές συγκινήσεις αγάπης και μίσους. Και πάλι, η αγάπη εναλλάσσεται, επιλεκτικά, με το μίσος.
Aντί τα παιδιά να μαθαίνουν ότι είναι δημιουργοί της τύχης τους, μαθαίνουν ότι υπόκεινται σ’ ένα αδυσώπητο σύστημα χωρίς διεξόδους, δικαιοσύνη και σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Η αισιοδοξία του «όλα είναι δυνατά» υπό την έννοια ότι μπορείς να επιτύχεις ό,τι θελήσεις –ή περίπου– παραμερίζεται μπροστά στη δακρύβρεχτη απαισιοδοξία του «όλα μπορείς να τα πάθεις»: υποτίθεται πως δεν υπάρχει τίποτα να σε προστατέψει από την κοινωνική αδικία, την αρρώστια, την κατάρρευση. Οι θεσμοί, οι νόμοι, η αυτονόητη ανθρώπινη ευγένεια θεωρούνται ανύπαρκτα: η κυρίαρχη ιδέα είναι ότι ο κόσμος είναι απαίσιος κι ότι κάποιοι ακατονόμαστοι, φαντασματικοί «κακοί» επιβουλεύονται τους αδυνάτους.
Παραλλήλως, πολλοί γονείς, καθηγητές, δημοσιογράφοι αφαιρούν κάθε προσωπική ευθύνη από τις καθημερινές τραγωδίες: οι ναρκομανείς είναι θύματα των εμπόρων ηρωίνης, οι τρομοκράτες είναι απόρροια της αμείλικτης κρατικής εξουσίας, ενώ οι ληστές, οι διαρρήκτες και οι πορτοφολάδες είναι το φυσικό επακόλουθο των κοινωνικών ανισοτήτων. Στο σχολείο οι αξιόποινες πράξεις δεν τιμωρούνται: οι καθηγητές επιδεικνύουν ευθυνοφοβία, κι εξάλλου ενδιαφέρονται κυρίως για την ησυχία τους και τη δημοτικότητά τους. Ακριβώς αυτό είναι το περιεχόμενο της αδιαφορίας: στην ουσία, αδιαφορούν – συμπεριφέρονται, ας πούμε, σαν δημόσιοι υπάλληλοι. Η εξέλιξη των παιδιών δεν είναι δική τους δουλειά, ιδιαίτερα όταν εμφανίζει προβλήματα που απαιτούν μη δημοφιλείς λύσεις. Ας μην μπούμε εδώ στο παιχνίδι των εξαιρέσεων: εξαιρέσεις, όπως έχουμε επαναλάβει ξανά και ξανά, υπάρχουν παντού.
Ο συναισθηματισμός είναι η έκφραση συγκινήσεων χωρίς κριτικό πνεύμα που βασίζεται σε άρνηση της πραγματικότητας: όλοι οι μετανάστες είναι «καλοί», όλοι οι μουσουλμάνοι είναι «μετριοπαθείς» και όποιος διαφωνεί μαζί μας είναι πράκτορας του ιμπεριαλισμού, των μυστικών υπηρεσιών και του κεφαλαίου. Κατ’ αρχήν, οι άνθρωποι που υιοθετούν αυτόν τον συναισθηματισμό αρνούνται να δεχτούν ότι στην ανθρώπινη ζωή υπάρχουν αναπόφευκτες κακοτυχίες, συμφορές, τραγικά συμβάντα, διφορούμενα – ότι δηλαδή δεν μπορούμε να ελέγχουμε τα πάντα κι ότι το καλό συνυπάρχει με το κακό. Κατά δεύτερο λόγο, φαίνεται σαν να μην αναγνωρίζουν τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού: το αποτέλεσμα είναι δημόσιες συναισθηματικές εκδηλώσεις οι οποίες προβάλλονται στα μέσα ενημέρωσης και στα ηλεκτρονικά συστήματα δικτύωσης. Πρόκειται για την επικράτηση της ηθικής και αισθητικής των φυλλάδων που μεγεθύνουν τα γεγονότα, προσδίδοντάς τους υπερβολικές διαστάσεις και δημιουργώντας τη λατρεία του θύματος.
Η λατρεία του θύματος (που βρίσκεται στα θεμέλια των θρησκειών) τροφοδοτεί μια σειρά από ιδεολογίες και μορφές συμπεριφοράς, όπως τον κοινωνικό μιζεραμπιλισμό και τον αυτοοικτιρμό, οι οποίες, με τη σειρά τους μπορούν να οδηγήσουν σε βίαιες πράξεις εκδίκησης. Έτσι, ένα ευρύ φάσμα εγκλημάτων δικαιολογείται και οι ποινές είναι ανάλογες αυτής της δικαιολόγησης: για τους αισθηματίες, κανείς άνθρωπος δεν «φταίει» για τα εγκλήματά του – για όλα «φταίει» το περιβάλλον του. Η συγκεκριμένη ανάλυση είναι αντιπαραγωγική: καταλήγει στην ελεημοσύνη, σε τυχαίες πράξεις καλοσύνης ή, απλώς, σε δάκρυα, κατηγόριες, απάθεια. Συγκροτείται μια μορφή μισανθρωπισμού: υποτίμηση του ατόμου και συρρίκνωσή του σε ανήμπορο ή επιθετικό θύμα, σε μωρό χαμένο στο δάσος.
Ο χριστιανισμός, η αριστερά και η λαϊκή δεξιά συνεργάζονται, με ποικίλες παραλλαγές, στη συγκρότηση αυτής της στάσης που ονομάζεται αλληλεγγύη και ευσπλαχνία. Η «βοήθεια» στις χώρες του Τρίτου Κόσμου –π.χ. η παθητική διοχέτευση προϊόντων: τροφίμων, φαρμάκων κτλ– όπως και η προαναφερθείσα παρηγορητική παιδεία αποτελούν εκδηλώσεις του ίδιου φαινομένου: οι άνθρωποι δεν μαθαίνουν πώς να ψαρεύουν· μαθαίνουν πώς να καταναλώνουν ψάρια ως αποτέλεσμα φιλανθρωπικών πρωτοβουλιών. Κοντολογίς, διδασκόμαστε την επαιτεία από υλική και ψυχική άποψη.
Υπάρχει διαλεκτική ανάμεσα στον συναισθηματισμό και τη βαρβαρότητα. Η καταστροφή των εκπαιδευτικών προτύπων οδηγεί στην εξαγρίωση, στην αποδέσμευση από την κοινωνική δικαιοσύνη και στην άρνηση του απογαλακτισμού από το ψευδαισθητικό κράτος-τροφό. Έτσι, τα ακατέργαστα αισθήματα αντικαθιστούν τις ψύχραιμες αναλύσεις και οι «ευάλωτοι» πολίτες παραμένουν ευάλωτοι πολίτες, όπως η Αφρική παραμένει τόπος για ελεημοσύνη. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής είναι μια από τις επιπτώσεις αυτής της έκλειψης της λογικής: οι οπαδοί της δεν σκέφτονται, απλώς αισθάνονται – η οργή και το μίσος τους οφείλονται στο ότι νιώθουν ότι αδικήθηκαν. Και αναζητούν ενόχους, αφαιρώντας από τον εαυτό τους οποιαδήποτε ευθύνη. Έτσι, ο αριστερός «ανθρωπισμός» βρίσκει το αντίστοιχό του στον νεοναζιστικό μισανθρωπισμό: σε αμφότερα τα άκρα οι εκτιμήσεις και οι πράξεις οφείλονται σ’ έναν ωκεανό από αντικρουόμενα, τοξικά συναισθήματα – το αποτέλεσμα είναι, εκτός από την απώλεια της ατομικής αξιοπρέπειας, η συσσώρευση φανταστικών προβλημάτων και η αδυναμία επίλυσης αληθινών προβλημάτων.
Πηγή: Athens Voice